Η υιοθέτηση των Συνταγμάτων της Εθνεγερσίας συντελέστηκε στις ιδιόμορφες πολιτικές συνθήκες του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Την αρχική ευφορία που δημιούργησε η ανάκτηση της κρατικής υπόστασης από το μέχρι τότε υπόδουλο έθνος διαδέχθηκαν οι περιπλοκές που δημιούργησε η διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας σε επαναστατικές συνθήκες. Ήδη από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης άρχισαν να δημιουργούνται πόλοι εξουσίας. Προύχοντες και οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και των νησιών, αλλά και Φιλικοί αποτέλεσαν τους κυριότερους πολιτικούς δρώντες στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Στον πολιτικό βίο του επαναστατημένου έθνους δεν άργησαν να εμπλακούν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), οι οποίες, ασκώντας την επιρροή τους στους διαμορφούμενους πόλους εξουσίας, συνέβαλαν στη σύμπηξη των πρώτων κομματικών σχηματισμών στην Ελλάδα (φιλοαγγλικού, φιλογαλλικού, φιλορωσικού). Σε αυτά τα πολιτικά και θεσμικά συμφραζόμενα, η πολιτική αντιπαράθεση οδήγησε σύντομα στην εμφύλια διαμάχη (1823-1825), εξέλιξη η οποία υπονόμευσε την εφαρμογή των υιοθετηθέντων από τις Εθνικές Συνελεύσεις των Ελλήνων Συνταγμάτων.
Στη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, οι Εθνικές Συνελεύσεις των επαναστατημένων Ελλήνων υιοθέτησαν τρία συνταγματικά κείμενα (1822, 1823, 1827). Αυτά τα Συντάγματα ήταν επηρεασμένα από τα γαλλικά Συντάγματα του 1793 και 1795, τη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, το συνταγματικό σχεδίασμα του Ρήγα Βελεστινλή (1797) και τα τρία Συντάγματα των Ιονίων Νήσων.
Όλα τα Συντάγματα της Εθνεγερσίας διακήρυσσαν το δημοκρατικό (αβασίλευτο) χαρακτήρα του πολιτεύματος και περιείχαν εκτενείς καταλόγους θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας (1822) – Σύνταγμα της Επιδαύρου
Το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας υιοθετήθηκε κατά την Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, την 1η Ιανουαρίου 1822, ψήφισε το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας».
Τη Συνέλευση συνέθεταν αντιπρόσωποι («πληρεξούσιοι») από την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και ορισμένα νησιά. Το Σύνταγμα του 1822 αποτελούνταν από 110 σύντομες παραγράφους, οι οποίες υποδιαιρούνταν σε «τίτλους» και «εδάφια», κατά το γαλλικό πρότυπο. Οι συντάκτες του επέλεξαν τον τίτλο «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος», επειδή ο συντακτικός νομοθέτης φοβόταν πιθανή αντίδραση της Ιεράς Συμμαχίας απέναντι σε ριζοσπαστικές πολιτικές εξελίξεις.
Αυτός ο πρώιμος συνταγματικός χάρτης περιείχε λίγες διατάξεις σχετικές με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ενώ σε ότι αφορά στο οργανωτικό μέρος, καθιέρωνε την αντιπροσωπευτική αρχή, καθώς επίσης και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική εξουσία του Κράτους (η «Διοίκησις») συνίστατο σε δύο σώματα, το «Βουλευτικό» και το «Εκτελεστικό».
Οι αντίστοιχες αρμοδιότητες ασκούνταν από δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία. Σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, αυτά τα δύο όργανα εξισορροπούσαν το ένα το άλλο στη νομοθετική διαδικασία. Η δικαστική εξουσία (το «Δικαστικόν») ήταν ανεξάρτητη από τις άλλες δύο, αναδεικνυόμενη πάντως από τη «Διοίκηση». Τη δικαιοσύνη απένεμαν τα Δικαστήρια («Κριτήρια»).
Ο νόμος της Επιδαύρου (1923): Η αναθεώρηση του Προσωρινού Πολιτεύματος της Επιδαύρου
Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου αναθεωρήθηκε μετά από ένα έτος, στις 13 Απριλίου 1823, από τη Β’ Εθνική Συνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος Κυνουρίας. Οι συντάκτες αυτού του αναθεωρημένου Συντάγματος επέλεξαν τον τίτλο «Νόμος της Επιδαύρου», σε μία προσπάθεια να τονίσουν τη συνέχειά του με εκείνο του 1822. Το Σύνταγμα του 1823 ήταν νομικά αρτιότερο συγκρινόμενο με το προηγούμενο, ενώ αναγνώριζε μία ελαφρά υπεροχή στη νομοθετική εξουσία έναντι της εκτελεστικής, δεδομένου ότι το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) της τελευταίας μετατράπηκε από απόλυτο σε αναβλητικό.
Άλλο ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του νέου Συντάγματος αφορούσε στο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων: προέβλεπε την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και όλων των προσώπων που βρίσκονταν σε ελληνικό έδαφος˙ κατοχυρωνόταν η ελευθερία του Τύπου, ενώ η δουλεία καταργούνταν.
Ο νέος καταστατικός χάρτης του έθνους επέφερε την κατάργηση των Τοπικών Οργανισμών, που είχαν συγκροτηθεί κατά τα πρώτα βήματα του Αγώνα. Παρόλα αυτά, σε ότι αφορά στο οργανωτικό μέρος, οι συντάκτες του αναθεωρημένου Συντάγματος άφησαν άλυτο ένα σημαντικό πρόβλημα, το οποίο συνίστατο στην ενιαύσια θητεία των δύο οργάνων της «Διοικήσεως». Εξαιτίας της πολυαρχικής φύσεως των πρώτων δύο Συνταγμάτων της επαναστατικής περιόδου αναπτύχθηκαν συγκρούσεις ανάμεσα στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Η πολιτική ζωή στην επαναστατημένη Ελλάδα χαρακτηρίστηκε βαθιά από μία βαθμιαία αυξανόμενη αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών.
Στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων, η Συνέλευση του Άστρους ψήφισε ένα νέο εκλογικό νόμο, ο οποίος παραχωρούσε το δικαίωμα του εκλέγειν στους «άνδρες» πλέον και όχι στους «γέροντες», ενώ το όριο της εκλογικής ενηλικότητας μειωνόταν από το 30ό στο 25ο έτος.
Η συνταγματική κατάργηση των τοπικών διοικήσεων (τοπικών πολιτευμάτων) αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μίας κεντρικής εξουσίας. Εντούτοις, η ενοποιητική διαδικασία συνάντησε σοβαρά εμπόδια, απότοκα των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες των παραδοσιακών προυχόντων («κοτζαμπάσηδων») και των οπλαρχηγών. Η πολιτική ένταση απέβη ανεξέλεγκτη και οδήγησε σε συνθήκες εμφύλιας διαμάχης το 1824. Αυτή η κατάσταση προσέφερε την ευκαιρία στις ξένες προστάτιδες δυνάμεις να επεμβαίνουν συστηματικά στην ελληνική πολιτική ζωή.
Το Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας (1827) – Σύνταγμα της Τροιζήνας
Η Γ’ Εθνική Συνέλευση συνήλθε αρχικά στην Πιάδα και στη συνέχεια, στην Τροιζήνα το 1827. Αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Κόμη Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επταετή θητεία, ψήφισε το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας».
Οι νεωτερισμοί που υιοθέτησε η Συνέλευση εστιάζονται κυρίως στη δημιουργία σταθερής κυβέρνησης, κατά το πρότυπο των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεών. Γι’ αυτό το λόγο, για πρώτη φορά στο Σύνταγμα εξαγγέλλεται πανηγυρικά η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Αυτή η θεμελιώδης αρχή δημοκρατικής διακυβερνήσεως επρόκειτο να επαναληφθεί σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα μετά το 1864.
Το τρίτο Σύνταγμα της επαναστατικής περιόδου αποτελούνταν από 150 άρθρα. Προέβλεπε μία αυστηρή διάκριση των εξουσιών: η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον Κυβερνήτη, ενώ η νομοθετική εξουσία ανετίθετο στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, στη Βουλή. Ο Κυβερνήτης είχε μόνο δικαίωμα αναβλητικής αρνησικυρίας των σχεδίων νόμων, ενώ δεν είχε το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής. Το πρόσωπό του ανακηρυσσόταν «απαραβίαστο», ενώ οι «Γραμματείς της Επικρατείας», δηλαδή οι υπουργοί, ανελάμβαναν την ευθύνη για τις δημόσιες πράξεις του (σε αυτό το σημείο μπορούν να ανιχνευθούν τα πρώτα στοιχεία της λεγόμενης «κοινοβουλευτικής» αρχής).
Είναι αξιοσημείωτο ότι, λαμβανομένου υπόψη του θεσμικού περίγυρου της εποχής εκείνης, με το Σύνταγμα της Τροιζήνας η συνταγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων έφθασε στο υψηλότερο επίπεδό της.
Με τη θέσπιση του Συντάγματος του 1827, οι πολιτικές δυνάμεις του εκκολαπτόμενου ελληνικού κράτους προσπάθησαν να συμβιβάσουν το δημοκρατικό χαρακτήρα της επαναστατικής πολιτικής και θεσμικής κληρονομιάς με την αναγκαιότητα μίας σταθερής κεντρικής αρχής. Εντούτοις, το τρίτο Σύνταγμα της επαναστατικής περιόδου υπήρξε εξαιρετικώς βραχύβιο: ανεστάλη σύντομα μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Ιανουάριο του 1828.
Πηγή: Τα Ελληνικά Συντάγματα και η Ιστορία τους (1797-1875), Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα 2012.