Σχετικά με την εθνική σύνταξη θα παραθέσουμε αρχικά το ισχύον νομικό πλαίσιο.
Νόμος 4387/2016 , ισχύουσα μορφή.
Άρθρο 2
Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
Εθνική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
-Ανταποδοτική σύνταξη: το ποσό της σύνταξης, που αντιστοιχεί στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών βάσει των συντάξιμων αποδοχών, του χρόνου ασφάλισης και του ποσοστού αναπλήρωσης.
Άρθρο 7
Εθνική Σύνταξη
1. Η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σε όλους, όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
2. Ειδικά, στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης εξ ιδίου δικαιώματος, η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται στους δικαιούχους εφόσον διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης. Με μόνιμη και νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα εξομοιώνεται και η διαμονή υπαλλήλου του ελληνικού δημοσίου που υπηρετεί στην αλλοδαπή κατόπιν τοποθέτησης, μετάθεσης, απόσπασης ή επιτόπιας πρόσληψης, εφόσον, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, μισθοδοτείται από το ελληνικό δημόσιο και ασφαλίζεται στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) ή σε πρώην φορέα που έχει ενταχθεί σε αυτόν. Η μόνιμη διαμονή για τους πολίτες χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύεται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε αυτούς. Το ποσό της μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους της ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης. Η κατά τα ανωτέρω μείωση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις του τετάρτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210), είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές, όπως ισχύουν κάθε φορά, καθώς και για όσα από τα πρόσωπα αυτά συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992 (Α’ 165)
2.α. Ειδικά για τους ομογενείς με αλβανική ιθαγένεια και ομογενείς που προέρχονται από την πρώην Σοβιετική Ένωση, το ποσοστό μείωσης της εθνικής σύνταξης που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παρ. 2 υπολογίζεται μεταβατικά με βάση τα τριάντα (30) έτη νόμιμης και μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα, με έτος αφετηρίας υπολογισμού το 1992. Το ως άνω ποσοστό μείωσης της εθνικής σύνταξης προσαυξάνεται ανά έτος αναλογικά μέχρι και το 2032, οπότε και εφαρμόζονται οι γενικές προϋποθέσεις απόδοσης της εθνικής σύνταξης της παρ. 2.
Ως προς τις υπόλοιπες προϋποθέσεις υπολογισμού της εθνικής σύνταξης ισχύει η παρ. 2, καθώς και οι παρ. 3-6 του παρόντος.
Άρθρο 27
Εφαρμογή κοινών κανόνων ασφαλισμένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα
1. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών των άρθρων 1 και 2, οι ρυθμίσεις των άρθρων 4-20 του Κεφαλαίου Β΄ εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των φορέων, τομέων κλάδων και λογαριασμών που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α. του άρθρου 53, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, ειδικών ρυθμίσεων των άρθρων που ακολουθούν και με εξαίρεση των διατάξεων του Κεφαλαίου Β΄ που, από τη φύση τους, ρυθμίζουν αποκλειστικά τη σχέση των δημοσίων ή στρατιωτικών υπαλλήλων με την υπηρεσία τους.
2.α. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 7, στους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης, και με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Σε περίπτωση νέας κρίσης από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές το ύψος της εθνικής σύνταξης αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω και βάσει του νέου ποσοστού αναπηρίας. Οι προσαρμογές αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 (Α΄ 164) είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά.
β. Σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 ή με βάση διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτόν δεν εφαρμόζεται η πρόβλεψη για τη μείωση της εθνικής σύνταξης της παρ. 2 του άρθρου 7, κατά την οποία η εθνική σύνταξη μειώνεται κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους, κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης.
1. Βάσει των ανωτέρω συνάγεται πως με το νόμο 4387/2016 εισάγεται μια διάσπαση του καταβλητέου ποσού κύριας σύνταξης. Η κύρια σύνταξη αποτελείται από δύο διακριτά τμήματα, την εθνική και την ανταποδοτική. Η ανταποδοτική αποτελεί σαφή έκφραση του διανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή χρηματοδοτείται από τις εισφορές της παρούσας ασφαλιστικά ενεργής γενιάς, καλύπτει τις συνταξιοδοτικές δαπάνες προηγουμένων μη ασφαλιστικά ενεργών γενιών και υπολογίζεται βάσει ενός αναλογιστικού συστήματος που συσχετίζεται με το χρόνο ασφάλισης και τις συντάξιμες αποδοχές του εκάστοτε συνταξιούχου. Όσον αφορά την εθνική σύνταξη , αυτή αποτελεί έκφραση της εγγυητικής ευθύνης του κράτους στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας, χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά συνδέεται αιτιωδώς με το μοντέλο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.[1] Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως μια ιδιότυπη μορφή παροχής κοινωνικής ασφάλειας, η οποία όμως δε χορηγείται με όρους καθολικότητας, αλλά συνδέεται αιτιωδώς με μία ενεργή σχέση κοινωνικής ασφάλισης. Αποσκοπεί στη διεύρυνση της συνταξιοδοτικής προστασίας, ιδίως σε περιπτώσεις που το καταβλητέο ποσό σύνταξης που προκύπτει βάσει εισφορών και χρόνου ασφάλισης είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Θα πρέπει όμως να συνεκτιμηθεί το γεγονός πως η εθνική σύνταξη χορηγείται και στις περιπτώσεις ανταποδοτικών συντάξεων που προκύπτουν από αυξημένο χρόνο ασφάλισης και υψηλές συντάξιμες αποδοχές. Στις εν λόγω περιπτώσεις το άθροισμα ολόκληρης της εθνικής σύνταξης μαζί με την ανταποδοτική σύνταξη και την επικουρική σύνταξη καταλήγει σε ποσοστά αναπλήρωσης που προσεγγίζουν το 85% με 90% των πραγματικών αποδοχών της κρινόμενης περίπτωσης. Και στην αντίστροφη περίπτωση, όταν υφίσταται συνταξιοδοτικό αίτημα που θεμελιώνεται βάσει του ελάχιστου χρόνου ασφάλισης (4500 ημέρες) και χαμηλών συντάξιμων αποδοχών και χωρίς διαρκή δεσμό διαμονής με τη χώρα, μπορούμε να καταλήξουμε σε καταβλητέο ποσό σύνταξης (εθνικής συν ανταποδοτικής συν επικουρικής) γύρω στα 300 με 350€.
2. Κατά συνέπεια, η εθνική σύνταξη λειτουργεί διορθωτικά, προκειμένου να συμπληρωθεί ως ένα επίπεδο η συνολικά καταβλητέα συνταξιοδοτική παροχή. Το ζητούμενο είναι το εύρος επίτευξης του υπό κρίση στόχου. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 4387/2016 αναφέρεται πως «Με τις διατάξεις του άρθρου 7 καθιερώνεται η Εθνική Σύνταξη, η οποία αποτελεί νέο θεσμό, η λειτουργία του οποίου είναι αφενός αναδιανεμητική, εξασφαλίζοντας υψηλότερες συντάξιμες αποδοχές από όσες θα δικαιολογούσε η αυστηρή ανταποδοτικότητα σε όσους έχουν χαμηλότερα εισοδήματα ή λίγα χρόνια ασφάλισης και αφετέρου εγγυητική, εξασφαλίζοντας για όλους προστασία από την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.» Όμως, βάσει της παραπάνω προσέγγισης, οι περιορισμοί χορήγησης της πλήρους εθνικής σύνταξης, δύναται να επιτείνουν τα φαινόμενα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Αν συνεκτιμήσουμε και το γεγονός πως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για το μονοπρόσωπο νοικοκυριό είναι 216€ ανά μήνα και κάθε επιπλέον ενήλικο μέλος του νοικοκυριού προβλέπεται προσαύξηση του εγγυημένου ποσού κατά 108€ ανά μήνα[2], καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι περιπτώσεις που υφίσταται συνταξιοδοτικό αίτημα που θεμελιώνεται βάσει του ελάχιστου χρόνου ασφάλισης (4500 ημέρες) και με χαμηλές συντάξιμες αποδοχές και χωρίς διαρκή δεσμό διαμονής με τη χώρα (υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση με καταβολή εισφορών ) σχεδόν ταυτίζονται με τις περιπτώσεις του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας (καθολική κοινωνική ασφάλεια, μη καταβολή εισφορών, κρατική χρηματοδότηση). Επίσης, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως για τη χορήγηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν απαιτείται δεσμός μακράς διαμονής με τη χώρα αλλά ενεργός δεσμός διαμονής σύμφωνα με τα οριζόμενα για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε αλλοδαπούς.[3]
3. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να κάνουμε μια συνοπτική αναφορά και στο ΕΚΑΣ. Το εν λόγω επίδομα θεσπίστηκε με το νόμο 2434/1996 αρ.20 και καταργήθηκε με το νόμο 4387/2016 αρ. 92, από 01/01/2020. Ο νόμος 2436/1996 αρ. 20 παρ. 10, κατόπιν της τροποποίησης του με το νόμο 3996/2011 αρ. 34 όριζε πως «το Ε.Κ.Α.Σ. αποτελεί ειδική μη ανταποδοτικού τύπου παροχή σε χρήμα, καταβαλλόμενο με την προϋπόθεση της μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα και δεν εξάγεται». Το ΕΚΑΣ αποσκοπούσε στη βελτίωση του ποσού των καταβαλλομένων συνταξιοδοτικών παροχών, ιδίως των χαμηλών, δηλαδή προσμοίαζε με την εθνική σύνταξη του νόμου 4387/2016, αρ. 2, δεδομένου ότι για τη χορήγηση του απαιτούνταν ενεργός συνταξιοδοτικός δεσμός και χρηματοδοτούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δεν ήταν απαιτητός ο μακροχρόνιος δεσμός με τη χώρα, αλλά υπήρχε η πρόβλεψη της ενεργούς μόνιμης διαμονής, μέτρου αναλογικού με την ισχύουσα ρύθμιση για τη χορήγηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ενδεικτικά, για το ΙΚΑ το 2015 η κατώτατη σύνταξη με 4500 ημέρες ασφάλισης, για νέο ασφαλισμένο, μισθωτό, αλλοδαπό 67 ετών, με μόνιμη διαμονή στη χώρα ήταν 495,75€ +115€ μια μέση τιμή του ΕΚΑΣ=610,75€ τελικό καταβλητέο ποσό, χωρίς να λάβουμε υπόψη και την επικουρική σύνταξη που θα ήταν περίπου 80€ με 85€, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού συντάξιμες αποδοχές γύρω στα 700€.
Σήμερα, για μισθωτό αλλοδαπό με 25 χρόνια διαμονής στη χώρα και 4500 ημέρες ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές 700€ προκύπτει εθνική σύνταξη 247,47€.+80,85€ ανταποδοτική=326,32€ τελικό ποσό κύριας σύνταξης συν περίπου 45€ με 50€ η επικουρική σύνταξη .Και βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου, η παράλληλη λήψη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος αποκλείεται. Δεν αποκλείεται η χορήγηση του επιδόματος στέγασης ή άλλων χαμηλών εισοδηματικά παροχών προνοιακού χαρακτήρα.[4]
4. Συμπερασματικά , το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα πριμοδοτεί τους συνταξιούχους με χρόνο ασφάλισης άνω των 35 ετών, ενώ οι συνταξιούχοι με 15 χρόνια ασφάλισης έχουν απωλέσει τη συμπληρωματική συνταξιοδοτική προστασία που χορηγούνταν στο παρελθόν, κι αυτό επιβεβαιώνεται ιδίως για τους μισθωτούς ασφαλισμένους στο ΙΚΑ. Η εν λόγω μείωση της συνταξιοδοτικής προστασίας επιτείνεται για τους αλλοδαπούς ασφαλισμένους ή τους Έλληνες ασφαλισμένους που δεν έχουν συμπληρώσει τον προβλεπόμενο χρόνο μόνιμης διαμονής στη χώρα, αλλά όμως έχουν συμπληρώσει τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης (15 χρόνια) κι έχουν καταβάλλει τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές. Κατά την άποψη μας μας η εν λόγω διάκριση εγείρει ζητήματα συμβατότητας με της αρχές της υποχρεωτικότητας και της καθολικότητας που διέπουν το δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης. Θα μπορούσε να εξεταστεί κι συμφωνία της ρύθμισης με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, την ΕΣΔΑ, την 102 ΔΣΕ κι άλλες αντίστοιχες ρυθμίσεις.
5. Το ζητούμενο είναι το κατά πόσο η υπό εξέταση ρύθμιση σχετικά με τη χορήγηση της εθνικής σύνταξης εισάγει μια αδικαιολόγητη διάκριση στο πεδίο του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης. Είναι παραδεκτό πως το Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 1 εισάγει την αρχή της ισότητας και οριοθετεί το εύρος της, αλλά μόνο για τους Έλληνες πολίτες. Κατά συνέπεια, η γενική συνταγματική αρχή της ισότητας δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, περιπτώσεις εισαγωγής διακρίσεων μεταξύ ημεδαπών κι αλλοδαπών στο κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο. Όμως, αν εστιάσουμε στη συνταγματική κατοχύρωση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, καταλήγουμε στην αναγκαιότητα της συνδυαστικής εφαρμογής των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της αναλογικότητας και της ανταποδοτικότητας, σε ένα μοντέλο συνταξιοδοτικών παροχών, στα πλαίσια ενός ,κατά κύριο λόγο, διανεμητικού συστήματος. Οι προηγούμενες σκέψεις θα μπορούσαν να συνδυαστούν και με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και τη συναφή νομολογία του ΕΔΔΑ. Ιδίως, σε περιπτώσεις εισαγωγής διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθίσταται ουσιαστική η προβολή ιδιαιτέρως σοβαρών λόγων, προκειμένου η εν λόγω διάκριση να θεωρηθεί σύμφωνη με την ΕΣΔΑ. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Άγγελος Στεργίου[5], «η κοινωνική ασφάλιση ως ανήκουσα στην κατηγορία των κοινωνικών δικαιωμάτων τείνει να υλοποιήσει, σε ορισμένο βαθμό την πραγματική (ουσιαστική) ισότητα και κατ’ επέκταση να υπηρετήσει την κοινωνική δικαιοσύνη. Ένας από τους σκοπούς της κοινωνικής ασφάλισης –ένα από τα θεμέλια του θεσμού– είναι η μείωση των κοινωνικών (υλικών) ανισοτήτων μέσω της αλληλεγγύης.» Το ερμηνευτικό ζητούμενο είναι το κατά πόσο η νομοθετική διάπλαση της χορήγησης της εθνικής σύνταξης σε συνδυασμό με το εύρος υπολογισμού της ανταποδοτικής συντάξεις συνάδει και σε ποια έκταση με τη προαναφερθείσα συλλογιστική και το αν και κατά πόσο θίγει τον πυρήνα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την ουσιαστική κοινωνικοασφαλιστική προστασία.[6]
[1] Βλέπε αιτιολογική έκθεση νόμου 4387/2016: «Σκοπός του νομοσχεδίου είναι η πλήρης αναμόρφωση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας, του οποίου οι γενικές αρχές ορίζονται στο νόμο ως εξής: εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας με όρους ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής και αλληλεγγύης των γενεών.» Καθίσταται σαφής η πρόθεση του νομοθέτη για τη σύζευξη των μοντέλων κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής ασφάλειας.
[2] ΚΥΑ Δ13/οικ.53923/23-7-2021/21 Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα.
[3] ΚΥΑ 95391/2024, ΚΥΑ 272153/2024, ν.5038/2023
[4] https://opeka.gr/stegasi/epidoma-stegasis/
https://deddie.gr/el/upiresies/eidika-timologia/koinwniko-oikiako-timologio/dikaiouxoi
[5] Άγγελος Στεργίου Η αρχή της ισότητας στην κοινωνική ασφάλιση ΕΔΚΑ . 3/2012 Βλέπε και 12ο Πρωτόκολλο ΕΣΔΑ, μη κυρωθέν από τη χώρα μας. Συμπληρωματικά, θα μπορούσε να διερευνηθεί ο τρόπος επανυπολογισμού (ν.4387/2016 αρ.14) συντάξεων αλλοδαπών που χορηγήθηκαν με προγενέστερες του Ν. 4387/2016 διατάξεις, πχ με διατάξεις ΙΚΑ ή ΟΑΕΕ.
[6] Βλέπε και ΣτΕ Ολομέλεια 1891/2019 σκέψη 8: «Η επέμβαση αυτή είναι δυνατόν να λάβει και την μορφή νέου ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο μπορεί να καταλαμβάνει τόσο τους ήδη συνταξιούχους, προβλέποντας, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης, τον επανυπολογισμό των καταβαλλόμενων σε αυτούς συντάξεων, όσο και τους μελλοντικούς συνταξιούχους, με τη θέσπιση νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων που πρόκειται να απονεμηθούν σʼ αυτούς στο μέλλον. Η εφαρμογή δε του νέου αυτού συστήματος δύναται να οδηγεί σε μείωση τόσο των ήδη καταβαλλόμενων συνταξιοδοτικών παροχών όσο και των παροχών που θα απονέμονται στο μέλλον σε σχέση με τις ήδη καταβαλλόμενες ή σε σχέση με αυτές που θα καταβάλλονταν επί τη βάσει του προϊσχύοντος συστήματος. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές είτε ευθέως είτε με τη θέσπιση νέου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, η εφαρμογή του οποίου να οδηγεί στην απονομή μικρότερων συνταξιοδοτικών παροχών σε σχέση με το προϊσχύον σύστημα, δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολομ.). Σε κάθε δε περίπτωση, ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση του νέου αυτού συστήματος, το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, μπορεί να οδηγεί και σε περικοπή των ήδη απονεμόμενων συντάξεων αλλά και σε μείωση των μελλοντικών συντάξεων σε σχέση με το προϊσχύον καθεστώς, τελεί υπό τους περιορισμούς που απορρέουν από ειδικές συνταγματικές διατάξεις και τις εγγυήσεις που αυτές καθιερώνουν (βλ. 1-4/2018 αποφάσεις Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος) και δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο παροχών ανάλογων προς τις καταβληθείσες από αυτόν εισφορές βάσει των συνολικών αποδοχών του και τον συνολικό χρόνο ασφαλίσεώς του και ικανών να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου.»
Αριστείδης Πρεδάρης
Υποψήφιος διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Master 2 de droit public spécialisé – υπάλληλος e -ΕΦΚΑ