Η τοποθέτησή μου θα περιοριστεί σε τέσσερεις επί μέρους επισημάνσεις, σε τέσσερα σημεία, ίσως αποσπασματικά. Ελπίζω, ότι με αυτά θα συμβάλω σε μία ευρύτερη κατανόηση του θέματος της συνάντησής μας, που είναι «Δημοκρατία», «σύγχρονες προκλήσεις», «πολιτικά κόμματα», «πλουραλισμός». Τέτοια κατανόηση επιβάλλει άλλωστε τόσο το εύρος του συνόλου των θεμάτων που θα συζητηθούν σήμερα, όσο και η ευρύτητα των συμμετοχών σε αυτήν.
Σημείο πρώτο: ο εξοβελισμός του νομικού κανόνα από τις διεθνείς σχέσεις και από συνταγματικές λειτουργίες. Η σημερινή μας συζήτηση διεξάγεται σε ένα διεθνές, και, δυστυχώς, και ελληνικό πλαίσιο, το οποίο, καθ’ εαυτό, είναι ήδη «σύγχρονη πρόκληση» στους δημοκρατικούς και δικαιοκρατικούς μας τρόπους και θεσμούς. Σήμερα ο κρίσιμος για την ελευθερία και τις ελευθερίες μας δικαιικός κανόνας, ως το δεσμευτικό πλαίσιο εντός του οποίου διεθνώς (ως διεθνές δίκαιο) ή εσωτερικά (ως συνταγματικός κανόνας) έχει συμφωνηθεί να ασκείται η πολιτική, χάνει πολλή από την ουσία του. ‘Όταν, ιδίως όσον αφορά στον συνταγματικό κανόνα, παραμένει ως μέγεθος που εμφανίζεται σαν αξιόλογο (πράγμα που δεν συμβαίνει πάντα) συχνά κακοπαθαίνει και μεταβάλλεται από δεσμευτικό πλαίσιο για την πολιτειακά οργανωμένη κοινωνική μας συμβίωση και όριο ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία σε πολιτική συνηγορία, ή σε συνηγορία πολιτικής, κατασκευασμένη με λέξεις εκείνου που κάποτε ήταν νομική επιστήμη.
Σε διεθνές επίπεδο βλέπουμε, ενεοί (ενεοί όσοι δεν γαλβανίζονται από την νέα κατάσταση, όχι όλοι) να αντικαθίσταται η έννοια και η πρακτική «κανόνας διεθνούς δικαίου» με την έννοια “deal”. Δεν συνήφθη κανόνας για την κατάπαυση της γενοκτονίας στη Γάζα –γενοκτονίας που προκάλεσε η τερατώδης τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Κράτος του Ισραήλ, πλην γενοκτονίας– ούτε κάποιος κανόνας αναμένεται να προκύψει από τις διαπραγματεύσεις για την λήξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ούτε με κανόνες απαιτεί ο Πρόεδρος Τραμπ να χαρισθούν ποινές σε πολιτικούς φίλους του, καταδικασμένους ή ελεγχόμενους για εγκλήματα σε άλλες χώρες, απειλώντας μάλιστα οικονομικά ή και στρατιωτικά μέτρα αν οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών δεν υποταγούν στα ντικτάτ του, ούτε με κανόνες προστίθενται ή αφαιρούνται δασμοί κατά τρόπο που επηρεάζει την οικονομικά και την πολιτική σε ολόκληρο τον πλανήτη. Γενικώς, η τάση είναι να μην συνάπτεται συμφωνία, να μην εφαρμόζεται ο κανόνας, αλλά είτε επιβάλλεται κάτι μονομερώς είτε we strike a deal με μόνο κριτήριο την ισχύ του ισχυρού και την αδυναμία του αδυνάτου.
Σε συνταγματικές τάξεις έξω από την χώρα μας παρατηρείται ένα παρόμοιο κλίμα, ή και επιβάλλεται σε βαθμό που δύσκολα θα το πίστευε οποιοσδήποτε σε αυτήν την αίθουσα, π.χ. στις ΗΠΑ. Η αντικατάσταση του κανόνα, περιλαμβανόμενου του συνταγματικού κανόνα (και των κάθε είδους δεσμεύσεων που αυτός συνεπάγεται) από την απροσχημάτιστη επιβολή του πλέον ισχυρού και, συνήθως, και θρασύτερου και θορυβωδέστερου, υιοθετείται και ως κρατική πολιτική και σε χώρες όπως η Ουγγαρία ή η Τουρκία ή και άλλες. Εκεί η όλη εγγυητική της νομικής ασφάλειας και των ελευθεριών μας δύναμη του νομικού (και συνταγματικού) κανόνα καταπίπτει σε τεχνική νομιμοποίησης κάθε αυθαιρεσίας. Από εγγύηση μεταβάλλεται σε δεσμά. Αυτό γίνεται άλλοτε ωμά και άλλοτε δόλια -π.χ. με τον έλεγχο ή την απίσχνανση των λεγομένων θεσμικών αντιβάρων, περιλαμβανόμενης της δικαιοσύνης, με την εξώθηση στα όρια της γελοιοποίησης κρισίμων διαδικασιών κοινοβουλευτικού ελέγχου κ.ά. Δεν αλλάζει αναγκαστικά ο ίδιος ο κανόνας. Μεταβάλλεται όμως από ρυθμιστικό της συμπεριφοράς προσώπων και κρατικών οργάνων σύστημα σε νομιμοποιητικό της εκάστοτε εξουσιαστικής επιλογής μηχανισμό, και τούτο με την μεταβολή των ανθρώπων ή της συνειδήσεως ανθρώπων που τον ερμηνεύουν και τον εφαρμόζουν και με την αντίστοιχη προσαρμογή της νοηματοδότησης των λέξεων που τον απαρτίζουν, δηλαδή του γράμματός του. Η τάση αυτή ασκεί μια φαιά γοητεία που καταλαμβάνει και πρόσωπα (και του ακαδημαϊκού χώρου) και πολιτικές δυνάμεις, ισχυρές και ισχυροποιούμενες σε κάθε χώρα της ευρωπαϊκής μας πατρίδας, βεβαίως ανησυχητικά ορατές και ως κυβερνητικές πρακτικές και στη χώρα μας.
Σε αυτό, σε πολύ αδρές γραμμές το ευρύτερο κλίμα, και ο λόγος περί πολιτικών κομμάτων και πλουραλισμού κατά την σημερινή μας συνάντηση.
Σημείο δεύτερο: η συμμετοχή στις εκλογές ως εγγενές στοιχείο της έννοιας «πολιτικό κόμμα». Δεν είναι ο τόπος (ούτε ο χρόνος το επιτρέπει) για μία μεγάλη ανάλυση του πολιτικού φαινομένου που είναι ο δημοκρατικός και συνταγματικός θεσμός «πολιτικό κόμμα». Άλλωστε, μη ων πολιτικός επιστήμονας, δεν μπορώ να εμβαθύνω στην εξέλιξη του κομματικού φαινομένου και του ρόλου στη λειτουργία των δημοκρατικών μας πολιτευμάτων, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, τις κατακλυζόμενες από τεχνολογικά μέσα πρωτοφανούς περιεχομένου και απροσδιόριστης ίσως, ακατάσχετης όμως δυναμικής, ούτε μπορώ να εικάσω την πορεία αυτής της εξέλιξης. Μένω λοιπόν στα κλασικά νομικά, και για τον λόγο ότι ουδέποτε έπαψε να γίνεται επίκλησή τους (το ποια επίκληση είναι διαφορετικό ζήτημα), αλλά και επειδή πιστεύω ότι τα κλασικά νομικά έχουν πάντοτε αξία και το να προσδίδεται στην αξία τους αυτή έμπρακτη υπόσταση πρέπει να επιδιώκεται και να διαφυλάσσεται σε κάθε περίπτωση.
Ας συνεννοηθούμε λοιπόν στα πολύ βασικά. Το πολιτικό κόμμα, ως θεσμός που προβλέπεται από διάφορα ευρωπαϊκά και όχι μόνον Συντάγματα, και από το άρθρο 29 του δικού μας Συντάγματος, είναι μια συλλογική οντότητα που έχει ως σκοπό την συμβολή, μέσω των συνταγματικών θεσμών, κανόνων και διαδικασιών, στην ελεύθερη λειτουργία ενός συνταγματικού δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν είναι εδώ ο τόπος για περισσότερες λεπτομέρειες, θα μείνω όμως σε ένα βασικό του χαρακτηριστικό, όπως το προσδιόρισε και το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, ήδη από το 1994 σε μία απόφαση αναφοράς, την 2BvB 1/93 της 17ης Νοεμβρίου 1994. Εκεί διαβάζουμε ότι εγγενής σκοπός του πολιτικού κόμματος είναι η συμμετοχή στις εκλογές, και όχι μόνον: «Η συμμετοχή στις εκλογές συνιστά τόσο εκ του Συντάγματος όσο και από την φύση του πράγματος αναπόσπαστο στοιχείο της έννοιας του πολιτικού κόμματος [ (προηγούμενη νομολογία)]. Υπ’ αυτή την έννοια τα κόμματα συνιστούν οργανώσεις προετοιμασίας των εκλογών» Είναι Wahlvorbereitungsorganisationen κατά την βαρειά, αλλά ακριβή γερμανική διατύπωση.
Πρόκειται για ό,τι ακριβώς η ελληνική νομοθεσία, και συνακόλουθη ελληνική νομολογία αγνοεί ή παραγνώρισε. Αναφέρομαι (πέραν του ν. 4804/2011) στο άρθρο 102 του νόμου 5019/2023 που τέθηκε σε ισχύ την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου του 2023 (14.2.2023) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 35 του νόμου 5043/2023 ένα μήνα και μία μέρα αργότερα (στις 13.4.2023) και στις αποφάσεις ΑΕΔ 9 και 10/2025.* Με δεδομένο ότι το άρθρο 29 του Συντάγματος απαγορεύει την διάλυση των πολιτικών κομμάτων, η νομοθεσία αυτή, εύκολα, μάλλον πρόχειρα και πάντως πολύ επιπόλαια, επικουρούμενη και από όχι αγνοητέο τμήμα των ακαδημαϊκών επί του θέματος απόψεων, βρήκε συνταγματική επικύρωση στην παραπάνω νομολογία. Η νομολογία αυτή εισήγαγε μία αποτρόπαιης για τη χώρα μας μνήμης σφαίρα απαγορευμένης νομιμότητας: η δυνατότητα -πάντοτε υπό την κρίση δικαστηρίων, βεβαίως-βεβαίως- ένα πολιτικό κόμμα που εξακολουθεί να υπάρχει και να λειτουργεί νόμιμα, να μην μπορεί να μετάσχει στις εκλογές. Να μην μπορεί δηλαδή όχι απλώς ούτε τον συνταγματικό του σκοπό να επιδιώξει, αλλά ούτε και να πραγματώσει το κατ’ εξοχήν εγγενές στη πραγματική και νομική του φύση στοιχείο, που είναι ακριβώς η συμμετοχή στις εκλογές. Ας το διευκρινίσω ξανά: η συμμετοχή στις εκλογές δεν είναι απλώς ένα δικαίωμά του κόμματος, κάτι αποσπαστό από το κόμμα, κάτι το οποίο ο νομοθέτης μπορεί να μεταχειρισθεί όπως θέλει. Είναι μια δραστηριότητα σύμφυτη με την ίδια την έννοια ή/και την υπόσταση του κόμματος, όπως την θέλει και το Σύνταγμά μας. Κάπως σχηματικά: πολιτικό κόμμα και συμμετοχή στις εκλογές δεν είναι δύο διαφορετικά μεγέθη. Από τη στιγμή που μία συλλογική οντότητα αναγνωρίζεται και λειτουργεί στην συνταγματική τάξη, πάντως στη δική μας, ως πολιτικό κόμμα, έχει ταυτόχρονα και αυτόματα το δικαίωμα να μετέχει στις εκλογές. Υπό τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει η εκλογική νομοθεσία (τυπικότητες υποβολής συνδυασμών, παράβολα κλπ.), αυτό ναι, αλλά δεν μπορεί, όσο υπάρχει στον νομικό και πραγματικό κόσμο ως κόμμα και όσο τηρεί τις προϋποθέσεις αυτές κατά τον τρόπο που τις τηρούν και όλα τα άλλα κόμματα, να αποκλείεται η συμμετοχή των εκλογικών του συνδυασμών στις εκλογές.
Το αντίθετο είναι μια αντισυνταγματική νομοθετική πονηρία, κοντόθωρη και μη πειστική, δυστυχώς επιδεκτική εξήγησης με μάλλον ευθηνούς, συγκυριακούς όρους. Δυστυχώς την ακολούθησε και ο δικαστής. Η προβολή ως επιχειρήματος τα περί ανάγκης να αμυνθεί η δημοκρατία και να αποκλείσει από τις εκλογές τους συνδυασμούς του κόμματος «Σπαρτιάτες», και μάλιστα επειδή ο «πραγματικός» αρχηγός του ήταν εκείνος που κατά το ΑΕΔ φέρεται να ήταν, δεν πείθει για πολλούς λόγους. Θυμίζω έναν: το 1984 ιδρύθηκε και μετείχε στις εκλογές το κόμμα της ΕΠΕΝ, με δεδηλωμένο αρχηγό τον έγκλειστο για την έκτιση της ποινής ισόβιας κάθειρξης για έσχατη προδοσία δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε και ανακοίνωση-πρόσκληση υπέρ του κόμματός του. Ποια η από συνταγματική έποψη διαφορά από τότε; Μήπως η σημερινή νομοθεσία και τα συμπαρομαρτούντα αυτής δεν είναι απότοκο καλής εφαρμογής των (ίδιων όπως τότε και σήμερα) συνταγματικών μας κανόνων, αλλά μία πολιτική ιδιοτέλεια της στιγμής;
Σημείο τρίτο: μα θα αφεθεί η Δημοκρατία, αυτοκτονικώς, να καθίσταται όργανο εκείνων που επιδιώκουν την κατάλυσή της; Ναι υπάρχει τέτοιο θέμα. Ο προβληματισμός της νομικής αντιμετώπισης των φερομένων ως ή και πραγματικών εχθρών του δημοκρατικού πολιτεύματος που αναπτύσσουν δραστηριότητα εντός των πλαισίων του είναι παλαιός. Μου έρχεται στο νου, π.χ. (και περιορίζομαι σε αυτήν) η χαρακτηριστική μελέτη του Καθηγητή Ιωάννου Ζησιάδου Το ποινικόν δίκαιον ως όπλον καταπολεμήσεως του μπολσεβικισμού (Θεσσαλονίκη 1931), μια μελέτη που παρά την εικόνα που δίνει ο τίτλος της έχει μία έντονη φιλελεύθερη χροιά. Σημειώνω πάντως ότι οι συνταγματικοί κανόνες έχουν και αυτοί όρια ως προς το τι μπορούν να σταματήσουν και τι όχι, δεν είναι φυσικά ή μεταφυσικά μεγέθη, έργα ανθρώπων είναι. Για να θυμηθώ μια διατύπωση του Αλεξάνδρου Σβώλου, το Σύνταγμα «εγκοιτώνει» την κοινωνική ύλη. Από το Σύνταγμα δηλαδή διέρχεται η κοινωνική ύλη, δεν είναι το ίδιο το Σύνταγμα κοινωνική ύλη, ούτε τη υποκαθιστά. Και η ιστορία διδάσκει ότι συχνά η κοινωνική ύλη υπερχειλίζει την συνταγματική κοίτη και δημιουργείται νέα κοίτη, συχνά με άλλη κατεύθυνση και άλλα χαρακτηριστικά. Όσο όμως υπάρχει Σύνταγμα, μέσω αυτού πρέπει κατά νομική αναγκαιότητα να διέρχεται η κοινωνική ύλη, και οι πολιτικές της εκφάνσεις, μία από τις οποίες είναι η δράση των πολιτικών κομμάτων.
Σήμερα στην ελληνική συνταγματική τάξη, με βασική για εμένα προτεραιότητα την διατήρηση του θεμελιώδους χαρακτήρα του Συντάγματος και των εξ αυτού εγγυητικών λειτουργιών του, νομίζω ότι δύο δυνατότητες υπάρχουν: ή η αναθεώρηση του άρθρου 29, ώστε να προβλέπεται η διάλυση πολιτικών κομμάτων –επιλογή που προσωπικά απορρίπτω– ή η κατάλληλη πλήρης αξιοποίηση της ποινικής νομοθεσίας. Το παράδειγμα της εγκληματικής οργάνωσης που εμφανίσθηκε σαν κόμμα, αναφέρομαι στην Χρυσή Αυγή, δείχνει την ισχύ της ποινικής νομοθεσίας, αν αυτή εφαρμοστεί.*
Αλλά πόσο αξιοποιείται σήμερα η υπάρχουσα ποινική νομοθεσία; Ας σταθώ σε κάτι που μοιάζει λεπτομέρεια. Στο σκεπτικό τους, οι αποφάσεις ΑΕΔ 9 και 10/2025 διαπιστώνουν (και αυτό είναι ένα εύρημα ουσιώδες για το συμπέρασμα και το διατακτικό τους) ότι ο φερόμενος ως πραγματικός αρχηγός του κόμματος «Σπαρτιάτες» Ηλίας Κασιδιάρης «όντας κρατούμενος στο Σωφρονιστικό Κατάστημα [τάδε] δυνάμει της ως άνω καταδικαστικής απόφασης, οργάνωσε την πρώτη κομματική συνδιάσκεψη, μέσω τηλεδιάσκεψης, 150 στελεχών και υποψηφίων βουλευτών του προαναφερόμενου κομματικού σχηματισμού [δείνα], που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στις 21.5.2021 –παρότι απαγορεύεται εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων η εκ μέρους των κρατουμένων χρήση κινητών τηλεφώνων ή άλλου μέσου επικοινωνίας– χαιρετίζοντας ο ίδιος την εν λόγω συνδιάσκεψη» κλπ. Το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας διαπίστωσε (επανειλημμένως, όχι μόνο στην παραπάνω σκέψη), με δύναμη δεδικασμένου πλέον, ότι παραβιάσθηκε η σωφρονιστική νομοθεσία, και μάλιστα αναιδώς, εντόνως και περισσότερες φορές, δηλαδή κατά συρροή. Αναρωτώμαι: ανέλαβε πολιτική ευθύνη ο Υπουργός που έχει την ευθύνη των σωφρονιστικών καταστημάτων; Παραιτήθηκε; Υπήρξαν διοικητικές ή και ποινικές συνέπειες κατά όσων, περιλαμβανομένου εκείνου που έχει την ευθύνη διοίκησης του συγκεκριμένου σωφρονιστικού καταστήματος, επέτρεψαν ή άφησαν να επιτραπεί αυτό που το ίδιο το ΑΕΔ χαρακτηρίζει απαγορευόμενη δραστηριότητα; Πρέπει αυτήν την αβελτηρία –αν πρόκειται για αβελτηρία και όχι για κάτι χειρότερο– να την πληρώσει το σώμα του Συντάγματος, συρόμενο στην κλίνη του Προκρούστη με αρχιβασανιστή τον δικαστή, για να δανειστώ μια διατύπωση που ανήκει στον επί τιμή Πρόεδρο του ΣτΕ κ. Σωτήριο Ρίζο;
Σημείο τέταρτο: ο πλουραλισμός αφορά και στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Μόνο μία μνεία επ’ αυτού: ο οργανωμένος έλεγχος των μέσων μαζικής επικοινωνίας, ιδίως των νέας και νεότατης τεχνολογίας ηλεκτρονικών μέσων, είτε από κέντρα κυβερνητικής ισχύος είτε από κέντρα οικονομικής ισχύος, η απίσχνανση και η πολιτική επιλογή για πλημμελή στελέχωση των ανεξαρτήτων αρχών (όπως σε εμάς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ)) ώστε να είναι ελεγκτικώς ανώδυνες και η συστηματική διαπλοκή μέσων και κυβερνητικής εξουσίας (χωρίς πάντα να είναι βέβαιο ποιος διαπλέκει και ποιος ο διαπλέκεται) είναι locus communis των λεγομένων «ανελεύθερων δημοκρατιών» (“Illiberal democracies”), πολιτευμάτων δηλαδή που φέρονται να τηρούν Συντάγματα, τα μεταβάλλουν όμως, ύπουλα και συστηματικά, στο αντίθετό τους, από θεμέλια ελευθεριών σε όργανα νομιμοποίησης κάθε αυθαίρετης επιβολής. Στον τομέα αυτό η χώρα μας πάσχει, και πάσχει βαρέως, αλλά για αυτό θα χρειαστεί ξεχωριστή συζήτηση –ή και σύγκρουση.
Τελειώνοντας: δεν με έχει καταλάβει καμία «νομολαγνεία». Παρακολουθώντας και διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, την κίνηση των πραγμάτων βρίσκω ότι η πορεία τους κατευθύνεται προς την άρση του πλουραλισμού και των όποιων καλών αυτός συνεπάγεται. Την δύσκολα κερδισμένη συνταγματική δημοκρατική και δικαιοκρατική ασφάλεια αναζητώ, και αυτήν βλέπω να κλονίζεται. Άλλοτε ψυχρά και αδίστακτα, άλλοτε αφελώς και επιπόλαια. Προσπαθώ να αποφεύγω τοξικές τοποθετήσεις. Η ατμόσφαιρα (αναφέρομαι στα θέματα του Συντάγματος και της δικαιοσύνης, και όλων όσοι εμπλέκονται στην λειτουργία της –νομοθέτη, εκτελεστικής εξουσίας, δικαστών, δικηγόρων κλπ.) είναι σκοτεινή και γεμάτη από βουβή ένταση και απειλητική αδιαφάνεια. Σε αυτό το κλίμα απαιτείται, νομίζω, σταθερότητα σε αρχές και κανόνες, νηφάλιος λόγος, θάρρος, αλλά και χαλύβδινη αποφασιστικότητα. Και, βεβαίως, η συναίσθηση ότι αν τα πράγματα συνεχίσουν να ξεφεύγουν, εδώ αναφέρομαι στη χώρα μας, καμία ερμηνευτική πιρουέτα, κανένα κόλπο δεν θα μπορέσει να σταματήσει απρόβλεπτες ως προς την μορφή και την ένταση, ιστορικά όμως όχι πρωτοφανείς εξελίξεις, που, ελπίζω, κανείς μας δεν θέλει.
Γιάννης Δρόσος
Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών
Παρέμβαση στην επιστημονική εκδήλωση του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Η δημοκρατία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις στην ενότητα.
* Δεν ανήκει στους σκοπούς της παρέμβασης αυτής ο αναλυτικός σχολιασμός των (ταυτοσήμων) αποφάσεων ΑΕΔ 9 και 10/2025. Υπάρχει επ΄ αυτής άφθονη σχολιογραφία, ευχερώς προσβάσιμη. Προς διευκόλυνση κάθε ενδιαφερόμενου παραπέμπω στον πλουσιότατο βιβλιογραφικό υπομνηματισμό που παρατίθεται στο κείμενο του Γιώργου Σωτηρέλη, Η υπόθεση των «Σπαρτιατών» στο εκλογοδικείο (ΑΕΔ 9 και 10/2025). Ερμηνευτικές αυθαιρεσίες και αναπάντητα ερωτηματικά, σε www.constitutionalism.gr. Μπορώ πάντως να επισημάνω ότι, πέραν της κριτικής μου στον νομικό πυρήνα του συλλογισμού των αποφάσεων ΑΕΔ 9 και 10/2025, πρόκειται για ιδιαίτερα απρόσεκτα διατυπωμένες αποφάσεις. Π.χ. κάνουν λόγο για «εκλογιμότητα των κομμάτων ή συνδυασμών κομμάτων», όμως «εκλόγιμοι» είναι μόνο φυσικά πρόσωπα, και σε αυτά και μόνον συντρέχουν τα προβλεπόμενα κωλύματα εκλογιμότητας. Αν η παρατήρησή μου αυτή χαρακτηρισθεί «σχολαστική», ας είναι. Η εφευρετικότητα της νομολογιακής γλώσσας, και στη χώρα μας, είναι, όταν το θέλει, ανεξάντλητη, δεν θα μπορούσε να εκδηλωθεί και εδώ κάπως καλύτερα; Επίσης, η πραγμάτευση από τις αποφάσεις αυτές των αναγομένων σε ποινικά σημαντικές συμπεριφορές ζητημάτων είναι, επιεικώς, επικίνδυνα πρόχειρη, κ.ά.
* Το θέμα αυτό πραγματεύομαι διεξοδικά στο άρθρο μου Χρυσή Αυγή. Ποινικός νόμος και Σύνταγμα. Οι συνταγματικές περιπέτειες μιας ποινικής υπόθεσης ΘΠΔΔ 12/2020, όπου και περαιτέρω νομολογιακές και βιβλιογραφικές παραπομπές [πλήρης παραπομπή και απο www.academia.edu).
