1. Τόσο στο κομβικής σημασίας για τη νομική επιστήμη έργο του καθηγητή Πρόδρομου Δαγτόγλου, «Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα», όσο και σε νεότερα συγγράμματα, που αναφέρονται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, το ζήτημα της εργασίας προσεγγίζεται ως ένα κοινωνικό δικαίωμα που αφορά τόσο την ενεργή συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, όσο και την εν γένει ανάπτυξη της προσωπικότητας, των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την εργασία ολιστικά, όχι απλά ως μέσο βιοπορισμού, αλλά κι ως έμμεσο, αλλά σημαντικό, εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής δραστηριοποίησης κι ενεργοποίησης των εργαζομένων. Υπό την οπτική αυτή, θα εξετάσουμε κάποια ζητήματα που άπτονται του άρθρου 22 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρει: «H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού».
2. Τα ερμηνευτικά ζητήματα που ανακύπτουν από τη συνταγματική ρύθμιση αφορούν τόσο την ελευθερία επιλογής εργασίας, την αξίωση για εύρεση εργασίας, την ατομική και συλλογική ελευθερία, την οργάνωση του οικονομικού συστήματος της αγοράς, αλλά και τον συναφή ρόλο του κράτους στο προαναφερθέν πλέγμα σύνθετων σχέσεων και δράσεων. Τα ανωτέρω ζητήματα εμπίπτουν σαφώς στη σφαίρα ερμηνείας του άρθρου 22 παρ. 1 του Συντάγματος, και για τον λόγο αυτό θεωρούμε πως η συγκεκριμένη ρύθμιση οριοθετεί κατά κύριο λόγο ένα κοινωνικό δικαίωμα, αλλά παράλληλα προσεγγίζει κι ένα ατομικό δικαίωμα, που συσχετίζεται με το πεδίο των ατομικών ελευθεριών και επιλογών και τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που αναφέρει πως «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».
3. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις θα εστιάσουμε στο άρθρο 6 του υπό ψήφιση εργατικού νομοσχεδίου, το οποίο τροποποιεί το άρθρο 194 του Κώδικα Εργατικού Δικαίου, ΠΔ 62/2025. Το υπό επεξεργασία άρθρο αναφέρει τα εξής: «2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του εργαζομένου στις επιχειρήσεις της παρ. 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση, διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της υπερωριακής αυτής εργασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 του παρόντος Κώδικα, με το οποίο κωδικοποιήθηκε το άρθρο 659 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α’ 164). Η άρνηση του εργαζομένου να παράσχει την επιπλέον εργασία δεν συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
3. Εργαζόμενοι απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας, έως τέσσερις (4) ώρες ημερησίως και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν πενήντα (150) ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%)».
Η ισχύουσα ρύθμιση αναφέρει τα εξής: «2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του εργαζομένου επιχειρήσεις της παρ. 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει εργασία έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας.
3. Εργαζόμενοι απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας έως τρεις (3) ώρες ημερησίως και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν πενήντα (150) ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις (40%).»
Η μεταβολή του νομικού πλαισίου για τις υπερωρίες και την υπερεργασία ξεκίνησε το 2010 με τον νόμο 3863/2010 που τροποποίησε τον νόμο 3385/2025 αρ. 1 ως εξής: «1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).
2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας.
3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).»
4. Επίσης, μέχρι το 2012, ήταν σε ισχύ η ρύθμιση του ΠΔ 88/1999 αρ. 3, που όριζε την ημερήσια ανάπαυση σε 12 ώρες, οποίες με τον νόμο 4093/2012 μειώθηκαν σε 11 ώρες. Παράλληλα, υπενθυμίζουμε πως η υπερεργασιακή απασχόληση σχετίζεται με την υπέρβαση του συμβατικού εβδομαδιαίου ωραρίου των 40 ωρών και από την 41η ώρα μέχρι την 45η ώρα την εβδομάδα, ενώ η υπερωρία αφορά την απασχόληση μετά την 45η ώρα την εβδομάδα κι υπόκειται σε ιδιαίτερες διαδικασίες έγκρισης κι αναγγελίας στην Εργάνη, και διαφορετική μισθολογική μεταχείριση. Τα γενικά όρια υπέρβασης του νομίμου ωραρίου μέχρι τη θέση σε ισχύ του νόμου 4808/2021 ήταν οι 3 ώρες ημερησίως. Με τις αλλαγές του νόμου 4808/2021 έχουμε 1 ώρα υπερεργασία ημερησίως συν 3 ώρες νόμιμης υπερωρίας δηλαδή υπέρβαση 4 ωρών του νόμιμου ωραρίου. Και με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο έχουμε 1 ώρα υπερεργασία ημερησίως συν 4 ώρες νόμιμης υπερωρίας, δηλαδή υπέρβαση 5 ωρών του νομίμου ωραρίου. Επίσης, από το 2010, με τον νόμο 3863/2010 η προσαύξηση του ημερομισθίου υπερωριακής απασχόλησης μειώθηκε στο 40% του καταβαλλόμενου ημερομισθίου ενώ μέχρι τότε προσδιοριζόταν βάσει του νόμου 3385/2005 στο 50% του καταβαλλόμενου ημερομισθίου.
5. Οι αρχικές παρατηρήσεις μας επί των σχολιαζόμενων ρυθμίσεων είναι οι εξής: Ο καθηγητής Κώστας Χρυσόγονος αναφέρει τα εξής: «Ειδικότερα το δικαίωμα για εργασία θεμελιώνει ένα κοινωνικό κεκτημένο. Υποστηρίχθηκε μάλιστα η άποψη ότι «μετά το νέο Σύνταγμα σταθεροποιήθηκε όλη η εργατική και κοινωνική νομοθεσία που ίσχυε, καθ’ όσον αφορά τις προβλεπόμενες διαδικασίες για διευκόλυνση των εργαζομένων να βρίσκουν αμέσως κενές εργατικές θέσεις ή να λαμβάνουν επίδομα ανεργίας ή να εργάζονται με υγιείς και ασφαλείς συνθήκες εργασίας, ώστε μελλοντικός νόμος που θα περιόριζε τα δικαιώματα αυτά θα ήταν οπωσδήποτε αντισυνταγματικός».[1] Το ζητούμενο παραμένει το εύρος προσδιορισμού, αλλά και προστασίας του υπό κρίση κοινωνικού κεκτημένου, ιδίως μετά τη μνημονιακή νομοθέτηση, ιδίως από το 2012,σε σύγκριση με τη τρέχουσα κατάσταση της χώρας. Οι εν λόγω παρατηρήσεις θα πρέπει να διερευνηθούν σε συσχέτιση με τις εξελίξεις του ευρωπαϊκού δικαίου και της συναφούς νομολογίας στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, αλλά και τη συναφή ρόλο των διεθνών οργανισμών (ΔΟΕ, ΟΟΣΑ, ενδεικτική παράθεση). Θα μπορούσε να εξεταστεί το εύλογο ερώτημα για το πώς με την υπό κρίση νομοθέτηση δύναται να προαχθεί ένα περιβάλλον αυξανόμενης απασχόλησης κι ευρύτερης εργασιακής συμμετοχής, στην εποχή που η τεχνολογία σε συνδυασμό με την τεχνητή νοημοσύνη ανακαθορίζουν ή επαναπροσδιορίζουν την παραγωγή, την παραγωγικότητα και την οικονομική αναδιανομή.[2] Ποιος ο ρόλος της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης στη αναδυομένη αλγοριθμική εποχή; Υφίσταται επιστημονικός συνδικαλιστικός διάλογος; Δύναται ο εργαζόμενος, στα πλαίσια των υπό κρίση ρυθμίσεων, να αντιτάξει με νομική επιχειρηματολογία την ενδεχόμενη αρνητική τοποθέτηση του στα τιθέμενα εργοδοτικά αιτήματα; Θα επανέρθουμε με εκτενέστερη ανάλυση μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου.
[1] Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 5η έκδ., 2023, Π. Παραράς, Η ελευθερία της εργασίας και το δικαίωμα προς εργασίαν του άρθρου 22 παρ. 1 Συντ., ΤοΣ 1979, 271 Βλέπε και Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα 2012, παρ.1086 επ., https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-22/, Ι. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις 10η έκδοση 2024 σελ. 537 επ.
[2] Βλέπε συλλογικό έργο Τεχνητή νοημοσύνη (Ανθρώπινα Δικαιώματα, Δημοκρατία & Κράτος Δικαίου), Νομική Βιβλιοθήκη 2025, στο κεφάλαιο Τεχνητή Νοημοσύνη και η συνταγματική προστασία της εργασίας- Γιώργος Ν. Θεοδόσης: «Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται αναστοχασμός και επαναξιολόγηση του περιεχομένου του δικαιώματος στην εργασία, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 Συντ., υπό το πρίσμα της επίδρασης και των μεταβολών που επιφέρει η ΤΝ στο κόσμο της εργασίας. Αυτό, δε, το εγχείρημα διαρθρώνεται σε δύο επιμέρους ενότητες, με τις οποίες επιδιώκεται η ανάλυση στα βασικότερα ζητήματα που επηρεάζει η ΤΝ το δικαίωμα στην εργασία. Η πρώτη ενότητα αφορά στην προστασία του δικαιώματος στην εργασία αυτού καθ’ αυτού, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με την αρχή της ισότητας στην εργασία και την αποτροπή των διακρίσεων».
Καταληκτικά, υπενθυμίζουμε το ρόλο και τη σημασία της νομικής επιστήμης για της αποφυγή συνθηκών, όπως η αναφερόμενη στην σχετική ιστοσελίδα.