Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία για την κωδικοποίηση της πολεοδομικής και χωροταξικής νομοθεσίας στο πλαίσιο ενός ενιαίου Κώδικα Χωροταξίας και Πολεοδομίας – η οποία τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και αναμένεται να κατατεθεί προς ψήφιση εντός του φθινοπώρου – επαναφέρει στο προσκήνιο το χρόνιο αίτημα για συστηματοποίηση ενός από τα πλέον κατακερματισμένα και ερμηνευτικά δυσχερή πεδία του ελληνικού δημοσίου δικαίου. Ωστόσο, ο νέος Κώδικας, παρά τις θετικές του προθέσεις, δεν φαίνεται να υπερβαίνει τις βασικές παθογένειες του υπάρχοντος πλαισίου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, νομιμοποιεί ή μονιμοποιεί αμφιλεγόμενες πρακτικές.
Το άρθρο αυτό επιχειρεί μια σύντομη αποτίμηση των θετικών και αρνητικών σημείων του υπό διαμόρφωση Κώδικα, θέτοντας υπό το μικροσκόπιο κρίσιμες ρυθμίσεις του, σε συνάρτηση με τη νομολογία του ΣτΕ, τις απαιτήσεις του άρθρου 24 Συντ., τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της χώρας και την ανάγκη θεσμικής σταθερότητας.
Θετικά σημεία του Κώδικα
- Συστηματοποίηση και ενοποίηση
Η πολεοδομική νομοθεσία, σκοπίμως ή εξ αμελείας, ήταν έως τώρα διάσπαρτη σε δεκάδες νόμους (π.χ. Ν. 4067/2012, Ν. 4447/2016, Ν. 4759/2020), ΥΑ, εγκυκλίους και νομολογιακές παρερμηνείες. Η προσπάθεια ενσωμάτωσης όλων των βασικών διατάξεων σε ένα ενιαίο δομημένο νομοθέτημα με σαφή διαχωρισμό μεταξύ χωροταξίας και πολεοδομίας συνιστά από μόνη της σημαντική θεσμική κατάκτηση.
- Εκλογίκευση της κλίμακας των σχεδίων
Ο Κώδικας υιοθετεί με πιο καθαρό τρόπο τη διάρθρωση της ιεραρχίας του σχεδιασμού: από τα εθνικά χωροταξικά έως τα ειδικά πολεοδομικά σχέδια, με έμφαση στη συμβατότητα και την ιεράρχηση των επιπέδων, καθώς και την ενίσχυση των ΠΟΑΥ και των ΕΧΣ.
- Προώθηση της ψηφιακής διοίκησης
Η ρύθμιση για ψηφιοποίηση του πολεοδομικού αρχείου και του σχεδιασμού σε ενιαίες βάσεις δεδομένων, σε διασύνδεση με το Κτηματολόγιο και τη βάση της ΑΑΔΕ, εκσυγχρονίζει την κανονιστική λειτουργία και διευκολύνει την πρόσβαση του πολίτη.
- Αντιμετώπιση των θεμάτων αυθαιρέτων
Επιχειρείται μια σχετική παγίωση του πλαισίου της νομιμοποίησης/ρύθμισης αυθαιρέτων, με ενιαίες αναφορές στις κατηγορίες του Ν. 4495/2017, χωρίς ωστόσο να ανοίγει νέο «παράθυρο» υπαγωγής, κάτι που διατηρεί μια σχετική ασφάλεια δικαίου.
- Θεσμική σταθερότητα
Ο Κώδικας περιλαμβάνει ρήτρα ενσωμάτωσης μελλοντικών νομολογιακών κρίσεων, σε μια προσπάθεια να καταστεί εργαλείο δυναμικής προσαρμογής και όχι στατικός νομικός κορμός.
Αρνητικά και προβληματικά σημεία
- Αναπαραγωγή παθογενειών αντί ρήξης με αυτές
Ο Κώδικας αναπαράγει ρυθμίσεις όπως η δυνατότητα οικοδόμησης σε εκτός σχεδίου περιοχές υπό εξαιρετικά αμφισβητήσιμες προϋποθέσεις, χωρίς ουσιαστική αναφορά στην ανάγκη οικολογικής φέρουσας ικανότητας ή συνοχής του χώρου. Απουσιάζει πλήρως μια οικοκεντρική αντίληψη του σχεδιασμού, ενώ προτάσσεται για ακόμη μια φορά η οικοδομησιμότητα ως αυτοσκοπός.
- Υπερβολική διοικητική ευχέρεια σε εξαιρετικά κρίσιμα ζητήματα
Εξουσιοδοτήσεις για εκτελεστικές πράξεις ή εγκρίσεις ΕΧΣ χωρίς θεσμική εγγύηση περιβαλλοντικού ελέγχου, εμπλοκής ΣτΕ ή δημοσιότητας, νομιμοποιούν αδιαφάνεια και περιβαλλοντικό κατακερματισμό. Η αποδυνάμωση του ρόλου της Κεντρικής Διοίκησης υπέρ ad hoc σχεδίων σε επίπεδο δήμων και ιδιωτών σχεδιαστών παραπέμπει σε ιδιωτικοποίηση του σχεδιασμού.
- Προβληματική σχέση με το άρθρο 24 Συντ. και την πάγια νομολογία ΣτΕ
Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος, όπως ερμηνεύεται από το ΣτΕ (ιδίως στη νομολογία περί εκτός σχεδίου δόμησης και ΕΧΣ), δεν διαπερνά συνολικά τον Κώδικα. Σε ορισμένα σημεία παρατηρείται υποχώρηση του δημόσιου συμφέροντος έναντι της «αναπτυξιακής επιτάχυνσης».
- Αοριστία και νομοτεχνικές ασάφειες
Πολλές διατάξεις παραμένουν νομοτεχνικά αόριστες, ιδιαίτερα όσον αφορά την εφαρμογή ειδικών χωρικών εργαλείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της αβεβαιότητας και τη διακινδύνευση σύγκρουσης αρμοδιοτήτων ή ερμηνειών.
- Έλλειψη ουσιαστικής συμμετοχής του κοινού
Η διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης είναι περιορισμένης διάρκειας, ενώ δεν προβλέπεται μηχανισμός ουσιαστικής διαβούλευσης στα διάφορα στάδια των ΕΧΣ, των ΠΟΑΥ ή άλλων πολεοδομικών εργαλείων, παραβιάζοντας την Αρχή της Άαρχους και τις επιταγές της οδηγίας 2001/42/ΕΚ (ΣΜΠΕ).
Συμπέρασμα
Ο νέος Κώδικας Χωροταξίας και Πολεοδομίας αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό βήμα προς τη θεσμική συγκρότηση του χώρου της πολεοδομίας. Ωστόσο, η επιτυχία του δεν θα κριθεί μόνο από τη συστηματοποίηση των υπαρχουσών διατάξεων, αλλά κυρίως από το αν θα ενσωματώσει τις αρχές της βιωσιμότητας, της κοινωνικής ισότητας, της περιβαλλοντικής προστασίας και του κράτους δικαίου. Χωρίς ανατροπή των βασικών εργαλειακών και διοικητικών στρεβλώσεων, χωρίς σαφές πλέγμα προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου και χωρίς θεσμούς συμμετοχής και ελέγχου, ο Κώδικας κινδυνεύει να γίνει απλώς μια ακόμη αναπαραγωγή του παρελθόντος με νέο περιτύλιγμα.
Το στοίχημα δεν είναι μόνο η νομοτεχνική τακτοποίηση, αλλά η ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα απαντά στο δίπολο “δίκαιο στον χώρο” ή “χώρος χωρίς δίκαιο”. Το μέλλον θα δείξει αν η επιλογή θα είναι προς την πρώτη κατεύθυνση.