Ο Χρήστος Ράμμος για το σκάνδαλο των υποκλοπών και τις περιπέτειες της ΑΔΑΕ

Ο μέχρι πρόσφατα επικεφαλής της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών Χρήστος Ράμμος, σε μία εκ βαθέων συζήτηση με τον Καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη για τα έξι χρόνια που υπηρέτησε την ανεξάρτητη αρχή, την αντιμετώπιση του σκανδάλου των υποκλοπών, τις επιθέσεις που δέχθηκε και την κρίση του κράτους δικαίου.

Τι παραλάβατε τον Ιούνιο του 2019 όταν αναλάβατε την ΑΔΑΕ;

Παρέλαβα μια Αρχή, η οποία ήταν εσωστρεφής και σχεδόν άγνωστη στο ευρύ κοινό σε αντίθεση π.χ. με την ΑΠΔΠΧ. Τούτο οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών δεν είχε τύχει στην χώρα μας της νομικής επεξεργασίας, που έχει αντίθετα τύχει το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και δεν ήταν τόσο ορατό. Είχε βέβαια κάνει η ΑΔΑΕ μια δημόσια παρέμβαση με το πρόστιμο που είχε επιβάλει στην εταιρεία Vodafone για τις παρακολουθήσεις κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αλλά παρέμενε εν πολλοίς άγνωστη. Μια Αρχή υποστελεχωμένη, με ανεπαρκή προϋπολογισμό, με χαμηλούς μισθούς για το τεχνικό προσωπικό της, κάτι που δεν την έκανε καθόλου ελκυστική. Προσπάθησα να μειώσω τις γραφειοκρατικές εμπλοκές που υπήρχαν, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε αρκετές δημόσιες υπηρεσίες εν Ελλάδι και να ορθολογικοποιήσω ζητήματα της λειτουργίας της και σε σημαντικό βαθμό το πέτυχα. Την υποστελέχωση, τον μικρό προϋπολογισμό και τις χαμηλές αποδοχές του προσωπικού δεν κατάφερα να τις ξεπεράσω, διότι η Ελληνική Πολιτεία, παρά το ότι της έχουν επισημανθεί πολλάκις τα προβλήματα αυτά, δεν έστερξε να δώσει πραγματικές λύσεις σε αυτά.

Το 2021 δημοσιεύεται ένας νόμος, ο οποίος καταργεί την ενημέρωση του θιγόμενου. Ποια είναι η άποψή σας για τη συνταγματικότητά του;

Πριν σας απαντήσω θα ήθελα να παραθέσω ένα νομοθετικό ιστορικό για το δικαίωμα ενημέρωσης του θιγέντος από το μέτρο της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών.

Από τότε που ιδρύθηκε η ΑΔΑΕ το 2003, με τον ιδρυτικό της νόμο, προβλέφθηκε ότι μπορεί να ενημερώνει κάποιο πρόσωπο, του οποίου παρακολουθήθηκαν κατά το παρελθόν τηλεφωνικές συνομιλίες, για την παρακολούθηση αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι, από την ενημέρωση αυτή δεν θα υπάρξει διακινδύνευση του σκοπού, για τον οποίο είχε διαταχθεί η λήψη του μέτρου.

Τον Απρίλιο του 2021 ψηφίστηκε ένας νόμος, σε διάταξη του οποίου ορίστηκε ότι, καταργείται τελείως αυτή η αρμοδιότητα ενημέρωσης, όταν η παρακολούθηση του ενδιαφερόμενου προσώπου έλαβε χώρα για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η ενημέρωση για τις περιπτώσεις της άρσης του απορρήτου, σε περίπτωση που αυτή είχε λάβει χώρα για λόγους διακρίβωσης τελεσθέντων εγκλημάτων, διατηρήθηκε, προσθέτοντας όμως μια διαδικαστική προϋπόθεση· να υπάρχει προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Η προαναφερθείσα πλήρης αυτή κατάργηση της δυνατότητας ενημέρωσης προσώπου θιγέντος από άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του προσκρούει σε πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο αυτό έχει παγίως κρίνει, ερμηνεύοντας σε αχθείσες ενώπιόν του υποθέσεις με βάση το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (περί προστασίας του ιδιωτικού βίου), ότι η χορήγηση της δυνατότητας της εκ των υστέρων ενημέρωσης προσώπου, για το γεγονός ότι κατά το παρελθόν ήρθη το απόρρητο των επικοινωνιών του, αποτελεί απαραίτητο στοιχείο, για να μπορεί κριθεί ότι το συνολικό πλέγμα των κανονιστικών διατάξεων μιας χώρας του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε σχέση με τις άρσεις του απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτών του, είναι συμβατό με το πιο πάνω άρθρο. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι έχει λήξη η παρακολούθηση και ότι, η ανακοίνωση αυτή που θα γίνει στον επίμαχο πολίτη δεν θα προκαλέσει διακύβευση του σκοπού για τον οποίο είχε διαταχθεί η λήψη του μέτρου. Την κρίση του αυτή, την έχει παγίως θεμελιώσει το Δικαστήριο στην ανάγκη να μπορεί ένας πολίτης, το απόρρητο των επικοινωνιών του οποίου ήρθη κατά το παρελθόν, να ενημερωθεί ότι ελήφθη εις βάρος του το μέτρο αυτό καθώς και για ποιο λόγο ελήφθη. Και τούτο προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμά του σε δικαστική προστασία και να προσφύγει στα δικαστήρια, αν διαπιστώσει ότι εμφιλοχώρησε μια παρανομία στην διαδικασία της εν λόγω άρσης.

Μπροστά σε μια τέτοια διάταξη νόμου, η οποία προσέκρουε τόσο πρόδηλα στην ΕΣΔΑ (και άρα κατά την εκτίμηση μου και στο Σύνταγμα, εφόσον Σύνταγμα και ΕΣΔΑ παρέχουν ισοδύναμη προστασία), θεώρησα ότι δεν μου επιτρέπονταν να σιωπήσω και ότι είχα καθήκον να παρέμβω δημόσια για να εκθέσω το πρόβλημα και να προειδοποιήσω. Μαζί με δύο άλλους συναδέλφους, μέλη της Αρχής, αρθρογραφήσαμε σχετικώς σε ένα νομικό περιοδικό.

Πράγματι με τον μεταγενέστερο νόμο 5002/2022 δικαιωθήκαμε μερικώς και διορθώθηκε εν μέρει αυτή η αστοχία, επανήλθε δε η δυνατότητα ενημέρωσης και στις περιπτώσεις που η άρση του απορρήτου γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 4 παρ. 7 του νόμου).

Η διάταξη ωστόσο αυτή εξακολουθεί να παρουσιάζει προβλήματα σε σχέση με την συμβατότητά της με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Συγκεκριμένα:

Α) Η αρμοδιότητα αφαιρέθηκε από την ΑΔΑΕ που είναι το επιφορτισμένο από το Σύνταγμα (άρθρο 19 παρ. 2) ανεξάρτητο (κατά την έννοια που δίδει στην λέξη αυτή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) όργανο και δόθηκε σε ένα τριμελές όργανο, που είναι αμφίβολο αν έχει τα εχέγγυα ανεξαρτησίας, όπως τα απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου αυτού. Και τούτο, διότι αποτελείται κατά πλειοψηφία από τον εισαγγελέα που εξέδωσε την διάταξη περί άρσης του απορρήτου, καθώς και από τον δεύτερο εισαγγελέα, που προσυπέγραψε την διάταξη αυτή (επικυρώνοντας την). Συμμετέχει ως τρίτο μέλος στο τριμελές αυτό όργανο ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ. Όπως εύκολα διαπιστώνεται το όργανο αυτό αποτελείται, κατά βάση, από αυτούς που διέταξαν την συγκεκριμένη άρση του απορρήτου και καλούνται ήδη ως μέλη του τριμελούς οργάνου να κρίνουν αν θα ενημερωθεί περί της αποφάσεως τους ο πολίτης, την παρακολούθηση του τηλεφώνου του οποίου αποφάσισαν. Καλούνται εν ολίγοις να κρίνουν σε σχέση με πράξεις που έχουν οι ίδιοι εκδώσει.

Β) Η επίμαχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 7 του ν. 5002/2022 προβλέπει, για ένα ανεξήγητο λόγο ότι, η ενημέρωση του πολίτη μπορεί να μπορεί να λάβει χώρα μόνο μετά την παρέλευση τριετίας από την λήξη της παρακολούθησης. Όμως, εφόσον η ενημέρωση μπορεί να γίνει μόνο στις περιπτώσεις που έχει διαπιστωθεί ότι, η ενημέρωση αυτή, αν γίνει, δεν θα προκαλέσει διακινδύνευση του λόγου για τον οποίο είχε διαταχθεί η λήψη του μέτρου, δεν υπάρχει αποχρών λόγος σε μια τέτοια συγκεκριμένη περίπτωση να μην γίνει άμεσα η ενημέρωση του θιγέντος. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου χρησιμοποιεί στις περιπτώσεις αυτές την φράση: ευθύς ως λήξει η ισχύς του μέτρου («as soon as»).

Γ) Τέλος η επίμαχη περί δυνατότητας εκ των υστέρων ενημερώσεως των πολιτών διάταξη του ν. 5002/2022 προβλέπει ότι, όταν αποφασισθεί τελικά, ότι μπορεί να προχωρήσει η ενημέρωση, διότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο είχε διαταχθεί η τηλεφωνική παρακολούθηση, η ενημέρωση περιορίζεται υποχρεωτικά στο (γυμνό) γεγονός της επιβολής του περιοριστικού μέτρου και στη χρονική διάρκειά του. Αυτό σημαίνει ότι, ο ενδιαφερόμενος πολίτης δεν θα μάθει ποτέ, εάν προ της πράξεως άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του προηγήθηκε η νόμιμη διαδικασία, ούτε ποια είναι η αιτιολογία με βάση την οποία ελήφθη το εις βάρος του μέτρο. Έτσι όμως δεν εκπληρώνεται ο σκοπός (η ratio) για τον οποίο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, επιβάλλεται (όποτε επιβάλλεται) η ενημέρωση του θιγέντος πολίτου, ο οποίος σκοπός δεν είναι άλλος, όπως ήδη ανέφερα, από το να μπορεί να διαπιστώσει ο εν λόγω πολίτης, αν εμφιλοχώρησε κάποια παρανομία στην όλη διαδικασία και αν η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του στηρίζονταν σε κάποια αιτιολογία και δεν ήταν αυθαίρετη και καταχρηστική, καθώς και αν σε περίπτωση που μια τέτοια αιτιολογία υπήρχε, αυτή ήταν σύννομη. Με τα δεδομένα αυτά η απλή ενημέρωση του ενδιαφερόμενου πολίτη ότι ελήφθη εις βάρος το μέτρο, δεν του είναι χρήσιμη, διότι δεν εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο το Δικαστήριο έχει εξαγγείλει την (υπό προϋποθέσεις) επίμαχη ενημέρωση.

Τον Αύγουστο του 2022 αποκαλύπτεται το σκάνδαλο των υποκλοπών. Πώς αντέδρασε η ΑΔΑΕ και τι πράξατε;

Η ΑΔΑΕ μετά την καταγγελία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ για παρακολούθηση του τηλεφώνου του, παρά τις δυσκολίες, τις οποίες σας ανέπτυξα στην πρώτη ερώτησή σας, ευθύς εξ αρχής ξεκίνησε κατόπιν δικών μου εισηγήσεων εξονυχιστικούς ελέγχους στους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών με βάση ένα πολύ μεγάλο, θα έλεγα υπέρογκο, αριθμό αιτήσεων καταγγελιών (κάποιες από τις οποίες ήταν και αστήρικτες), αιτήσεων από πολιτικά πρόσωπα, δημοσιογράφους και απλούς πολίτες και προσπάθησε με σταθερότητα και με επιμονή να ανταποκριθεί στο καθήκον της αυτό, περατώνοντας όσο πιο πολύ μπορούσε επίκαιρα τους ελέγχους και παραμένοντας απτόητη από διάφορα δημοσιεύματα στον Τύπο και στο διαδίκτυο, άλλα από τα οποία ήταν πολύ εχθρικά απειλητικά και συκοφαντικά και άλλα εγκωμιαστικά για την Αρχή. Ας μην ξεχνάμε πάντως το κύριο το οποίο είναι ότι η δημοσιοποίηση των γεγονότων που συνθέτουν αυτό που ονομάστηκε σκάνδαλο των υποκλοπών οφείλεται στους ελέγχους και ενέργειες της ΑΔΑΕ. Αυτό είναι το πολύ σημαντικό, που πρέπει να κρατήσει η ιστορία σε σχέση με την υπόθεση αυτή.

Στην ΕΥΠ υπηρετούσε μια εισαγγελέας η οποία υπέγραφε έναν πολύ μεγάλο αριθμό διατάξεων. Πώς ήλθατε σε επαφή με την ΕΥΠ και πώς ήταν η συνεργασία σας μαζί τους;

Για να σας απαντήσω θα πρέπει πρώτα να πω τι ορίζουν οι σχετικές διατάξεις νόμου που ρυθμίζουν το θέμα: Στο άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3115/2003 (που είναι ο οργανικός νόμος της ΑΔΑΕ) ορίζεται ότι η ΑΔΑΕ διενεργεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους, σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕYΠ), άλλων δημοσίων υπηρεσιών, κ.λπ. για όλες τις περιπτώσεις άρσεις του απορρήτου. Αυτό λοιπόν το οποίο εμείς κάναμε ήταν να εφαρμόσουμε κατά γράμμα τη διάταξη αυτή. Κάναμε, δηλαδή, όπως είναι εξ άλλου ήδη γνωστό, επιτόπιους ελέγχους μεταξύ άλλων στην ΕΥΠ και ακολουθήσαμε σχετικά την διαδικασία που προβλέπει ο νόμος της ΑΔΑΕ.

Σε σχέση με τον μεγάλο αριθμό εισαγγελικών διατάξεων για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, που εξέδωσαν οι εισαγγελείς εφετών οι αποσπασμένοι στην ΕΥΠ, που περιλαμβάνεται στις διάφορες Εκθέσεις Πεπραγμένων της Αρχής και στον οποίο αναγερθήκατε, θα πρέπει πρώτα να κάνω μια διευκρίνιση. Οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται σε διατάξεις (διατάξεις αποκαλούμε τις πράξεις, με τις οποίες διατάσσονται οι άρσεις του απορρήτου των επικοινωνιών, τις οποίες εκδίδουν οι εισαγγελικοί λειτουργοί) και όχι σε στόχους. Περιλαμβάνονται δηλαδή σε αυτές αρκετές διατάξεις οι οποίες αφορούν το ίδιο πρόσωπο (τον ίδιο στόχο), π.χ. διάταξη άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του πολίτη Χ, χρονική παράταση της άρσης αυτής, ενδεχομένως δεύτερη παράταση της επίμαχης άρσης, παύση της εν λόγω άρσης. Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός που αναφέρεται στις Εκθέσεις Πεπραγμένων είναι μεγαλύτερος του αριθμού των προσώπων το απόρρητο των επικοινωνιών των οποίων έχει αρθεί κατά το συγκεκριμένο έτος.

Κληθήκατε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για να καταθέσετε για τις υποκλοπές. Ήταν εποικοδομητική η συνεδρίαση;

Κοιτάξτε κλήθηκα τον Σεπτέμβριο του 2022 ως μάρτυρας στην Επιτροπή (να εξηγήσω εδώ ότι δεν πρόκειται για την μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, αλλά για μια ad hoc συσταθείσα από το Κοινοβούλιο επιτροπή για να διερευνηθούν τυχόν ευθύνες για τις υποκλοπές) και κατέθεσα όπως είχα υποχρέωση όλα χωρίς εξαίρεση τα στοιχεία, τα οποία ήταν σε γνώση μου. Η υποδοχή της οποίας έτυχα δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, για να χρησιμοποιήσω ένα ευφημισμό, διότι κατέθεσα για γεγονότα τα οποία ενόχλησαν. Υπέστην ανοίκειες και αντιθεσμικές επιθέσεις από μέλη της Επιτροπής. Εγώ είμαι ήσυχος διότι έκανα το καθήκον μου απέναντι στην Εθνική Αντιπροσωπεία στην οποία λογοδοτούν κατά το νόμο και τον Κανονισμό της Βουλής οι Ανεξάρτητες Αρχές και οι Πρόεδροι τους. Τώρα ως προς το αν ήταν ή δεν ήταν εποικοδομητική αυτή η Επιτροπή είναι κοινό μυστικό ότι δεν οδήγησε σε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Τον Ιανουάριο του 2023 ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος εξέδωσε μία γνωμοδότηση η οποία επικρίθηκε από τον νομικό κόσμο. Ποια ήταν η αντίδρασή σας;

Όταν βγήκε η γνωμοδότηση αυτή τον Ιανουάριο του 2023 αισθάνθηκα μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη και κυρίως μια θεσμική ανησυχία, διότι ποτέ δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Και πιστεύω ότι αυτή γνωμοδότηση την στιγμή που βγήκε με την διατύπωση που είχε και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε δημιουργούσε μεγάλο θεσμικό πρόβλημα και δυστυχώς συνοδεύτηκε από έμμεσες πλην σαφείς απειλές για διάπραξη κακουργηματικών πράξεων, οι οποίες επισύρουν πολυετείς καθείρξεις για τα μέλη και το προσωπικό της ΑΔΑΕ. Επρόκειτο για μια αντικειμενικά εκφοβιστική κίνηση. Τόσο απέναντι στα μέλη της Αρχής, όσο και κυρίως στο απλό προσωπικό της Αρχής, που δεν έχει τις θεσμικές εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που έχουμε εμείς τα μέλη της Αρχής.

Η γνωμοδότηση ήταν και στην ουσία της νομικά εσφαλμένη. Ο κ. Εισαγγελεύς διατύπωσε την άποψη ότι σε κάποιες περιπτώσεις η ΑΔΑΕ δεν μπορεί, δεν έχει το δικαίωμα να κάνει ελέγχους. Το κύριο βέβαια για εμένα και για 20 συνταγματολόγους άλλως καθηγητές δημοσίου δικαίου –που σπανίως ομονοούν κι εδώ ομονόησαν– και οι οποίοι έσπευσαν να παρέμβουν με ένα ψήφισμα στο οποίο εξέφρασαν την έντονη διαφωνία τους με την γνωμοδότηση είναι κυρίως το εξής θέμα: μπορεί μια Ανεξάρτητη Αρχή να τίθεται υπό τις εντολές ενός οποιουδήποτε άλλου οργάνου;. Μία αρχή που εκ των προτέρων υπόκεινται σε αυτές τις δεσμευτικές επιταγές δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα, απλά δεν είναι ανεξάρτητη. Δεν είπα δε εγώ ποτέ αυτό που είπαν ορισμένοι κακόπιστοι ή επιπόλαιοι αναγνώστες των δηλώσεων που είχα κάνει τότε προσπάθησαν να μου αποδώσουν, ότι δηλαδή ισχυρίστηκα ότι η ΑΔΑΕ είναι υπεράνω του νόμου και δεν ελέγχεται από την ελληνική δικαιοσύνη. Φυσικά και ελέγχεται αλλά κατασταλτικά. Διοικητική Δικαιοσύνη, Ποινικά Δικαστήρια. Η διάταξη του Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών που επικαλέστηκε ο κ. Εισαγγελέας για να εκδώσει την γνωμοδότηση αυτή δεν του δίδει μια τέτοια αρμοδιότητα να απευθύνει δεσμευτικές και εκ των προτέρων επιταγές σε μια ΑΑ για το πως θα ακριβώς θα ασκεί τις αρμοδιότητες της.

Περαιτέρω η γνωμοδότηση αυτή ήταν κατά τη γνώμη μου εξόφθαλμα εσφαλμένη και για τον εξής λόγο. Παρά το γεγονός ότι η διάταξη του οργανικού νόμου της ΑΔΑΕ, την οποία ανέφερα σε προηγούμενη ερώτησή σας, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3115/03, που ρητώς προβλέπει την αρμοδιότητα της αρχής να ασκεί παντού ελέγχους σε όλες χωρίς εξαίρεση τις κρατικές υπηρεσίες, είτε κατόπιν καταγγελίας είτε αυτεπαγγέλτως και στις περιπτώσεις της άρσης του απορρήτου, και η οποία εξακολουθεί να ισχύει και κατ’ ουδέν εθίγη από το νεότερο νόμο 5002/22, ο κ. Εισαγγελεύς διατύπωσε χωρίς επαρκή θεμελίωση την άποψη ότι η ΑΔΑΕ δεν νομιμοποιείται να ασκεί ελέγχους στις περιπτώσεις που τίθεται ζήτημα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας και οφείλει να παραπέμπει άνευ ετέρου την σχετική καταγγελία στο Τριμελές Όργανο του άρθρου 4 παρ. 7 του ν. 5002/22 που, όμως, έχει ως μόνη αρμοδιότητα να λαμβάνει την απόφαση αν θα πρέπει ή όχι ο θιγείς από την λήψη του μέτρου της παρακολούθησης του τηλεφώνου του όταν αυτή έλαβε χώρα για λόγους εθνικής ασφάλειας, να ενημερωθεί σχετικώς.

Κληθήκατε να καταθέσετε στις επιτροπές LIBE και PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το σκάνδαλο ων υποκλοπών. Δεχτήκατε κριτική για την κατάθεσή σας. Τι απαντάτε;

Ενημέρωσα και την Επιτροπή LIBE και την PEGA και όχι μόνο μια φορά για όσα είχαν συμβεί και κατηγορήθηκα μάλιστα ότι καταθέτω σε διεθνές forum για εσωτερικά θέματα της χώρας μου. Όπως απάντησα και τότε με δελτίο τύπου η LIBE είναι η μόνιμη Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η PEGA μια ad hoc έκτακτη επιτροπή του αυτού Κοινοβουλίου, η οποία συστήθηκε για την διερεύνηση της χρήσης πειρατικών λογισμικών στις τηλεφωνικές επικοινωνίες των Ευρωπαίων πολιτών. Είχα απαντήσει τότε με το εν λόγω δελτίο τύπου ότι εξ όσων γνωρίζω δεν απαγορεύεται στους Έλληνες κρατικούς λειτουργούς να καταθέτουν μαρτυρίες σε επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο οποίο ως γνωστόν μετέχουν και Έλληνες ευρωβουλευτές). Στην διάρκεια της θητείας μου κατέθεσα στις δύο αυτές επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου στο πλαίσιο ακροάσεων και όχι ως μάρτυρας και αυτό ουδέποτε με δική μου πρωτοβουλία, αλλά κατόπιν κλήσεως. Και στις δύο αυτές Επιτροπές εκτός από εμένα κατέθεσαν και πολλοί άλλοι Έλληνες κρατικοί λειτουργοί. Θα προσέθετα σήμερα ότι δεν μπορούμε από την μια να ορκιζόμαστε στο όνομα της Ενωμένης Ευρώπης μέλη της οποίας υπερηφανευόμαστε ότι είμαστε σε σημείο που να δεχόμαστε μάλιστα, όπως δέχονται πολλοί νομικοί σήμερα ότι το ενωσιακό δίκαιο (πρωτογενές και παράγωγο) υπερισχύει και του εθνικού Συντάγματος, σε σημείο που να το εκτοπίζει και από την άλλη να κατηγορούμε έναν Έλληνα κρατικό λειτουργό διότι κατέθεσε σε επιτροπές ενός από τα ανώτατα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφάσισε να επιλέξει δύο μέλη της ΑΔΑΕ στις 28.9.2023 χωρίς να επιτευχθεί η προβλεπόμενη στο Σύνταγμα πλειοψηφία των 3/5 των μελών της. Τι σχόλιο έχετε να κάνετε;

Πρόκειται για μια περίπτωση πολύ στενόχωρη. Το Σύνταγμα είναι μια πολύ ευαίσθητη υπόθεση και πρέπει γενικώς να το προσέχουμε ως κόρη οφθαλμού και να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας ελευθεριότητες ως προς την ερμηνεία του. Εδώ το ζήτημα είναι αν εφαρμόστηκε ή όχι η διάταξη του άρθρου 101Α του Συντάγματος. Η διάταξη αυτή ορίζει σαφώς ότι η επιλογή των μελών των ΑΑ γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της.

Στις 28.9.2023 συνήλθε η διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής για να επιλέξει 2 νέα μέλη της ΑΔΑΕ σε αντικατάσταση 2 παλαιών μελών των οποίων η θητεία είχε λήξει και για να ορίσει τον Αντιπρόεδρο της Αρχής. Η επιλογή των τριών αυτών μελών έγινε με ποσοστό μικρότερο του προβλεπόμενου από την πιο πάνω συνταγματική διάταξη, δηλαδή υπολείπονταν το των 3/5. Εξ όσων διαβάσαμε θεωρήθηκε ότι καλύφθηκε η απαίτηση της διάταξης αυτής κατ’ επίκληση μιας διάταξης του Κανονισμού της Βουλής που προβλέπει στρογγυλοποίηση προς τα πάνω σε κάποιους δεκαδικούς όταν δεν επιτυγχάνεται σε κάποια ψηφοφορία η απαιτούμενη πλειοψηφία. Η διάταξη όμως αυτή αφορά διαδικασίες στα Τμήματα και στην Ολομέλεια της Βουλής και όχι στην Διάσκεψη των Προέδρων και σε κάθε περίπτωση διάταξη του Κανονισμού της Βουλής δεν μπορεί να τροποποιήσει ρητή συνταγματική διάταξη, διάταξη δηλαδή που έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του Κανονισμού. Η μη τήρηση της συνταγματικής αυτής διάταξης δημιουργεί ένα κακό προηγούμενο.

Θέλω στο σημείο αυτό να κάνω μια αναφορά σε μια επακολουθήσασα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αναφέρομαι στην υπ’ αριθ. 1640/2024 απόφαση της Ολομέλειάς του. Με αυτήν κρίθηκε ότι στερείται εννόμου συμφέροντος ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για την προσβολή των αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης, με τις οποίες σε συνέχεια της προαναφερθείσας απόφασης της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής διορίστηκαν τα τρία νέα μέλη της ΑΔΑΕ, για τα οποία έγινε πιο πάνω λόγος. Συνέπεια αυτού ήταν ότι η αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου έκρινε ότι, η τυχόν αποδοχή ως παραδεκτής της εν λόγω αιτήσεως ακυρώσεως θα μετέτρεπε το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως σε λαϊκή αγωγή (actio popularis). H μειοψηφία όμως του Δικαστηρίου υπενθύμισε και ορθά στην πλειοψηφία σειρά προηγούμενων αποφάσεων του Δικαστηρίου, με τις οποίες είχε αναγνωρισθεί, κατ’ επίκληση διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων, ευρύτατο έννομο συμφέρον των Δικηγορικών Συλλόγων να προσβάλλουν διοικητικές πράξεις, πολύ πέραν αυτών που αφορούν τα επαγγελματικά, εργασιακά και οικονομικά συμφέροντα του δικηγορικού σώματος. Επίσης, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου παραγνώρισε το γεγονός ότι, με την απόφαση της αυτή, κρίθηκε ουσιαστικά ότι ουδείς έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει μια υπουργική απόφαση με την οποία, ύστερα από απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, επιλέγονται μέλη μιας συνταγματικά κατοχυρωμένης Ανεξάρτητης Αρχής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια κατηγορία πολιτειακών πράξεων εκφεύγουσα παντός δικαστικού ελέγχου.

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να προσθέσω ότι τέτοιου τύπου εξελίξεις με στενοχωρούν ιδιαίτερα και διότι προέρχομαι από αυτό το δικαστήριο, στο οποίο και έχω σταδιοδρομήσει.

Σε τι κατάσταση βρίσκεται η ΑΔΑΕ σήμερα και ποια είναι τα προβλήματα και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει;

Ανέφερα στην πρώτη ερώτησή σας τα βασικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε η ΑΔΑΕ και τα οποία εξακολουθεί δυστυχώς να αντιμετωπίζει και σήμερα: ακραία υποστελέχωση της ΑΔΑΕ καθώς και έλλειψη των αναγκαίων πόρων, που είναι απαραίτητοι για να ασκήσει τις ελεγκτικές αλλά και τις γενικότερες αρμοδιότητες της η Αρχή. Επίσης οι χαμηλοί μισθοί που κάνουν μη ελκυστική την Αρχή για νέους επιστήμονες εκπαιδευμένους σε τεχνολογίες αιχμής. Αξίζει στο σημείο αυτό να μνημονευθούν ακόμη και οι συνεχείς νομοθετικές επεμβάσεις, με τις οποίες περικόπηκαν κατά καιρούς αρμοδιότητες της Αρχής (ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται εδώ ο πρόσφατος νόμος 5160/2024 για την «Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας») καθώς και η πλήρης έλλειψη προηγούμενης διαβούλευσης με την ΑΔΑΕ κατά την ψήφιση όλων των κρίσιμων νομοσχεδίων που την αφορούν άμεσα (περιορίζομαι στο σημείο αυτό στην αναφορά του κρισιμότατου για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών νόμου 5002/2022). Υπάρχουν και αρκετές νομοθετικές ελλείψεις τόσο στον οργανικό νόμο της Αρχής το ν. 3115/2003, ο οποίος είναι απαρχαιωμένος νομοτεχνικά ελλιπής και χρειάζεται προσαρμογή στις τεράστιες τεχνολογικές ανατροπές που έχουν γίνει την τελευταία εικοσαετία (π.χ. οι έλεγχοι δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στα δίκτυα των παρόχων, όπως προβλέπεται αλλά και στις τηλεφωνικές συσκευές για να μπορεί να διαπιστωθεί αν υπάρχει επιμόλυνση από πειρατικό λογισμικό) ή στον νόμο 5002/2022 (για να προβλεφθούν περισσότερες δικαιοκρατικές εγγυήσεις, όπως ενδεικτικά η υποχρεωτική αιτιολόγηση των διατάξεων άρσεως του απορρήτου και όταν αυτές γίνονται για λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως ήδη προβλέπεται ότι γίνεται στις άρσεις του απορρήτου για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων). Οι περισσότερες από τις ελλείψεις αυτές έχουν ήδη επισημανθεί με διάφορους τρόπους στα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας.

Όμως, μια Αρχή η οποία έχει όλα αυτά τα προβλήματα, ο Πρόεδρος της οποίας έχει υποστεί τις ακραίες υβριστικές, δυσφημιστικές, κάποιες φορές στα όρια της χυδαιότητας, και απειλητικές συμπεριφορές από κορυφαίους πολιτειακούς παράγοντες και, τέλος, μια Αρχή η οποία έχει να αντιμετωπίσει όλα όσα ήδη ανέφερα σε προηγούμενες απαντήσεις μου, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεμπόδιστα και αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να εκπληρώσει με πληρότητα τον συνταγματικό της ρόλο, στο επίπεδο ακριβώς που τον θέλει και τον εννοεί το Σύνταγμα, η ΕΣΔΑ (μέσω της νομολογίας του ΕΔΔΑ) αλλά και το ενωσιακό δίκαιο, με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ. Εδώ θα ήθελα, ακόμη, να τονίσω κάτι πιο προσωπικό. Υπέστην συστηματική δολοφονία χαρακτήρα, χωρίς όμως ποτέ να ακούσω ένα σοβαρό και τεκμηριωμένο νομικό αντίλογο από τους «κατηγόρους» μου κατά τι και ως προς τι παραβίασα τον νόμο κατά την άσκηση των καθηκόντων μου, έτσι ώστε να «δικαιολογούνται» οι σφοδρές αυτές και πρωτοφανείς επιθέσεις στο πρόσωπό μου, ως Πρόεδρο της Αρχής.

Φοβάμαι ότι δεν περνάμε καλή εποχή σε ό,τι αφορά όχι μόνο την ΑΔΑΕ, αλλά και γενικότερα τις Ανεξάρτητες Αρχές άρα και τελικά για το κράτος δικαίου στην χώρα. Παρότι θα ήθελα να είμαι αισιόδοξος δε νομίζω ότι μπορώ. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει μια δυσανεξία στην κριτική και στην ανεξαρτησία των ΑΑ, όταν αυτές μέσω των αποφάσεων τους αμφισβητούν κυβερνητικές επιλογές ή την κυβερνητική βούληση. Όπως έχω ξαναπεί οι Ανεξάρτητες Αρχές γίνονται σεβαστές στην Ελλάδα μόνο όσο καιρό δεν δημιουργούν προβλήματα στους κυβερνώντες. Όταν, όμως, συμβεί το αντίθετο τότε υφίστανται σφοδρότατες επιθέσεις, όπως έδειξε η πρόσφατη εμπειρία της ΑΔΑΕ και εμού προσωπικά με τις υποκλοπές. Όμως οι Ανεξάρτητες Αρχές οφείλουν να γίνονται δυσάρεστες, όταν αυτό επιβάλλεται και οφείλουν επίσης να μη σιωπούν ή να στρογγυλοποιούν τα πράγματα για να μη δυσαρεστηθούν οι κυβερνώντες. Γι’ αυτό εξ άλλου και θεσπίστηκαν.

Για να ξεπεραστεί η κατάσταση αυτή τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον σεβασμό των ΑΑ και των μελών τους, όταν γίνονται δυσάρεστες, δεν χρειάζονται νομοθετικές μεταβολές. Το κανονιστικό πλαίσιο (Σύνταγμα και νόμοι π.χ. 3051/2002 που προβλέπει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών) είναι πλήρες. Εκείνο που χρειάζεται είναι η αλλαγή πολιτικής και θεσμικής κουλτούρας από τους κυβερνώντες. Και αυτό είναι το πιο δύσκολο.

Στην πρόσφατη προεδρική εκλογή προταθήκατε ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τι σήμαινε αυτό για εσάς;

Κοιτάξτε η πρόταση ήταν ιδιαιτέρως τιμητική για μένα διότι αναγνώρισε ότι κάτω από πολύ αντίξοες και πρωτοφανείς συνθήκες προσπάθησα να κάνω όσο καλύτερα μπορούσα το καθήκον μου ως κρατικός λειτουργός και δεν πτοήθηκα. Το σκεπτικό της πρότασης που με έκανε να δεχτώ σε πρώτη φάση την πρόταση του Προέδρου της Νέας Αριστεράς ήταν ότι με τη στάση μου υπηρέτησα την δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Και μεγαλύτερο εύσημο από αυτό δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Ήταν η δικαίωση μιας ολόκληρης ζωής, πολύ καλύτερη και πολύ πιο σημαντική από την οποιαδήποτε θέση θα μπορούσα να καταλάβω.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Podcast | Συναντήσεις στο Σύνταγμα Ε11: Οι Ανεξάρτητες Αρχές σε κρίσιμη καμπή

Ο Ξενοφών Κοντιάδης και η Κατερίνα Παπανικολάου συζητούν για τις δυσλειτουργίες και τα προβλήματα των Ανεξάρτητων Αρχών, τον τρόπο ανάδειξης των μελών τους, τη σύγκρουση με την πολιτική εξουσία, αλλά και τη σημασία τους ως θεσμικών αντίβαρων στη σύγχρονη Δημοκρατία.

Περισσότερα

Το συμφέρον του κράτους δικαίου

Ο Αντώνης Καραμπατζός σχολιάζει κριτικά την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία κρίθηκε ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών δεν έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει κατά της απόφασης διορισμού των νέων μελών της ΑΔΑΕ και του ΕΣΡ, ο οποίος υποστηρίζεται με ισχυρά επιχειρήματα ότι έγινε κατά τρόπο αντισυνταγματικό.

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.