Η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), όπως διαμορφώθηκε με τον ν. 5037/2023, αποτελεί μια θεσμική τομή στη δημόσια διοίκηση της ενεργειακής, υδατικής και περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ελλάδα. Η ενσωμάτωση της ΡΑΕ και άλλων επιμέρους εποπτικών μηχανισμών σε ένα ενιαίο όργανο δεν αποτελεί απλώς αναδιάρθρωση διοικητικής φύσεως, αλλά δηλώνει και ένα νέο δόγμα ρυθμιστικής διακυβέρνησης: αυτό της ολιστικής εποπτείας της βιωσιμότητας των υποδομών υπό το πρίσμα της πράσινης μετάβασης.
Η ΡΑΑΕΥ, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, απολαύει λειτουργικής και οργανικής ανεξαρτησίας από την εκτελεστική εξουσία, με σκοπό να εγγυάται την αντικειμενική εποπτεία των φυσικών μονοπωλίων, την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και την προστασία των καταναλωτών. Το θεσμικό της οπλοστάσιο εκτείνεται από την έγκριση τιμολογιακών πολιτικών και την επιβολή κανόνων ανταγωνισμού, έως τη χορήγηση αδειών και τη διαχείριση διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ φορέων της αγοράς. Παράλληλα, η αρμοδιότητά της να παρεμβαίνει με γνώμες και προτάσεις προς τη διοίκηση, διαμορφώνει ένα κανάλι θεσμικού διαλόγου με τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία που υπερβαίνει τον παραδοσιακό ρόλο του επόπτη.
Ωστόσο, η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ενέχει και σημαντικούς κινδύνους. Η συνένωση κρίσιμων και ετερογενών τομέων –όπως η ενέργεια, το νερό και τα απόβλητα– υπό μια ενιαία ρυθμιστική ομπρέλα δημιουργεί κινδύνους σύγκρουσης συμφερόντων και υπερσυγκέντρωσης εξουσίας. Περαιτέρω, η πολυπλοκότητα των επιμέρους αγορών απαιτεί εξειδικευμένη τεχνογνωσία και επαρκή διαχειριστική υποστήριξη, τα οποία δεν είναι αυτονόητα δεδομένα.
Η ΡΑΑΕΥ λειτουργεί επίσης ως ενδιάμεσος μηχανισμός μεταξύ της εθνικής πολιτικής και του ενωσιακού δικαίου. Η ενεργειακή ένωση της ΕΕ στηρίζεται σε διαφανείς, ανεξάρτητους και ισχυρούς ρυθμιστές, και η Ελλάδα, με τη θεσμοθέτηση της ΡΑΑΕΥ, δηλώνει τη συμμόρφωσή της προς την κατεύθυνση αυτή. Η συμμετοχή της ΡΑΑΕΥ σε ενωσιακά δίκτυα όπως το ACER (Agency for the Cooperation of Energy Regulators) της προσδίδει διεθνές εκτόπισμα, αλλά και αυξημένες υποχρεώσεις διαφάνειας και εναρμόνισης.
Ιδιαίτερο βάρος φέρει ο ρόλος της στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), όπου η ανάγκη για εξισορρόπηση μεταξύ επενδυτικής σταθερότητας και κοινωνικής αποδοχής είναι θεμελιώδης. Η ΡΑΑΕΥ καλείται να διαμορφώσει κανόνες που θα διασφαλίζουν την είσοδο νέων παικτών, την αποφυγή κερδοσκοπικών φαινομένων, αλλά και την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον και στις τοπικές κοινωνίες. Από την ταχύτητα απονομής αδειών, έως την εποπτεία των διαχειριστών δικτύων, η ΡΑΑΕΥ λειτουργεί ως εγγυητής της αξιοπιστίας του ενεργειακού σχεδιασμού της χώρας.
Τέλος, το πρόβλημα της «ρυθμιστικής κόπωσης» δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η αρχή οφείλει να διατηρήσει την ανεξαρτησία της, χωρίς να καταστεί τεχνοκρατικός μηχανισμός αποκομμένος από τον κοινωνικό έλεγχο. Η λογοδοσία, η διαφάνεια και η ενίσχυση των συμμετοχικών διαδικασιών (π.χ. διαβουλεύσεις με κοινωνικούς φορείς) είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για να διαφυλαχθεί ο δημόσιος χαρακτήρας της ρύθμισης.
Η ΡΑΑΕΥ, εν κατακλείδι, δεν είναι ένας απλός θεσμικός διάδοχος της ΡΑΕ και των λοιπών φορέων· είναι ένας κρίσιμος πυλώνας στο νέο ενεργειακό και περιβαλλοντικό κράτος. Η πρόκληση δεν είναι μόνον να ρυθμίζει –είναι να ρυθμίζει δίκαια, ορθολογικά και με προοπτική βιωσιμότητας.
Παναγιώτης Γαλάνης
Δικηγόρος, ΔΝ, Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ