Πρέπει να υπάρχει ηθική στην πολιτική; Ναι, είναι η αυτονόητη απάντηση. Πώς όμως διασφαλίζεται η ηθική στην πολιτική ζωή; Στην προσπάθεια αυτή το δίκαιο μπορεί να διαδραματίσει κάποιον ρόλο; Η απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα δεν είναι καθόλου εύκολη, ιδίως εάν αναλογισθούμε ότι οι κανόνες της ηθικής δεν επιβάλλονται αλλά στηρίζονται στην ελεύθερη βούληση του προσώπου. Κατ’ επέκταση, οι κανόνες δικαίου που αξιώνουν εφαρμογή από τους πολίτες ανεξαρτήτως της θελήσεώς τους, μάλλον δεν είναι το κατάλληλο μέσο για την εμπέδωση ηθικών αντιλήψεων στην πολιτική.
Και όμως! Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η παραβίαση των κανόνων της ηθικής μπορεί να επισύρει σοβαρές νομικές συνέπειες. Έτσι λ.χ. η ιδιωτική ζωή ενός πολιτικού δεν ενδιαφέρει καταρχήν το κοινωνικό σύνολο, με περαιτέρω συνέπεια ο πολιτικός να προστατεύεται από τις νομικές διατάξεις περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων. Εάν όμως ο πολιτικός πει ψέματα για την ιδιωτική του ζωή, τότε υφίσταται ένα δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού αφού η ασυνέπεια λόγων και πράξεων συνιστά ένα θεμιτό κριτήριο αξιολόγησης του πολιτικού. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια το δίκαιο έχει «εισβάλει» στην ηθική της πολιτικής ζωής και με έναν άλλο τρόπο που αφορά τους «ναούς» της Δημοκρατίας, τα κοινοβούλια. Ειδικότερα, έχουν αυξηθεί οι Κοινοβουλευτικοί Κώδικες Δεοντολογίας, έτσι ώστε σήμερα πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών να διαθέτει τέτοιους κώδικες με κανόνες δεοντολογίας για τους βουλευτές και τους υπαλλήλους της Βουλής.
Οι λόγοι για τη θέσπισή τους είναι πολλοί, η κύρια όμως αιτία σχετίζεται με την κρίση που διέρχεται το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό σύστημα. Η δημοκρατία μας «κλυδωνίζεται» και φαίνεται να έχει «κουράσει», όπως αποδεικνύεται από τη μεγάλη αποχή των πολιτών από τις εκλογικές διαδικασίες και την άνοδο του λαϊκισμού. Οι διαπιστώσεις αυτές φαίνεται να επιβεβαιώνονται και από τα αποτελέσματα ερευνών. Δεν είναι μόνον ότι το 13,3% των Ελλήνων πιστεύει ότι υπάρχει καλύτερο πολίτευμα από την κοινοβουλευτική δημοκρατία και ότι το 13% θεωρεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η δικτατορία είναι ίσως προτιμότερη από τη δημοκρατία. Είναι και ότι το 69,7% δηλώνει δυσαρεστημένο από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δημοκρατία στην Ελλάδα. Τα φαινόμενα βέβαια αυτά απαντώνται σε διεθνές επίπεδο. Στη Γερμανία λ.χ. το ποσοστό αυτών που θεωρούσαν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως ένα πολύ καλό πολίτευμα, μειώθηκε από 46% το 2017, σε 37% το 2023. Η κρίση αυτή της σύγχρονης δημοκρατίας προφανώς δεν αφήνει άθικτο ούτε το Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιτακτική η ψήφιση Κωδίκων Δεοντολογίας που θα περνάνε το μήνυμα προς τους πολίτες ότι οι βουλευτές και οι εργαζόμενοι στο Κοινοβούλιο διέπονται από ηθικούς και δεοντολογικούς κανόνες και ότι δεν αποτελούν ένα προνομιακό και κλειστό σύστημα εξουσίας χωρίς όρια και κανόνες.
Βέβαια και προκειμένου οι Κώδικες Δεοντολογίας στο Κοινοβούλιο να μην καταστούν γράμμα κενό περιεχομένου, θα πρέπει να συνοδεύονται από εγγυήσεις εφαρμογής τους. Καταρχάς, θα πρέπει να τύχουν ευρείας δημοσιότητας, έτσι ώστε να καταστούν γνωστοί και στην κοινωνία των πολιτών που καλείται να αναλάβει τον ρόλο του «watchdog» για την τήρησή τους. Κυρίως όμως οι κανόνες δεοντολογίας θα πρέπει να συνοδεύονται από μηχανισμούς ελέγχου, χωρίς τους οποίους κινδυνεύουν να καταστούν μια «καλοστημένη βιτρίνα» που απλώς θα επιτείνει αντί να αμβλύνει την κρίση του σύγχρονου αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Συμπερασματικά: Η παλαιότερα αυτονόητη παραδοχή ότι το δίκαιο και η πολιτική ηθική δεν έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, δεν ισχύει πλέον στη γενικότητά της. Ενώ σε άλλα πεδία το δίκαιο φαίνεται να υποχωρεί προς όφελος της αυτονομίας του πολίτη στο γενικότερο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης αντίληψης, στον τομέα της πολιτικής ηθικής η τάση κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτή της νομικής ρύθμισης. Πρόκειται για μια καταρχήν θετική εξέλιξη. Το εάν όμως θα έχει και πρακτικά αποτελέσματα, μένει να το δούμε.
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πηγή: αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Το Βήμα» (Νέες εποχές) στις 7.12.2025
