Ο θεσμός της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του ως εφαρμογή της συνταγματικής αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου

Ο Ε. Τρανάκος γράφει για τον θεσμό της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του ως έκφραση της συνταγματικής αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, που αποσκοπεί στη διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης, κοινωνικής επανένταξης και άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων

I. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος της Ελλάδος το 2001, κατοχυρώθηκε ρητά στο Συνταγματικό κείμενο, στο άρθρο 25, παρ. 1, εδ. α’ Σ, η θεμελιώδης αρχή του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Ρητώς ορίζεται πλέον στην οικεία διάταξη του παραπάνω άρθρου ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους…». Οι νόμοι οφείλουν να πληρούν συγκεκριμένες ουσιαστικές προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι κοινωνικώς δίκαιοι και να συμβάλλουν στον μετριασμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Την αντίληψη αυτή εκφράζει η αρχή του κοινωνικού κράτους[1].

Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη πριν από την συνταγματοποίηση της αρχής του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, ήτοι πριν την αναθεώρηση του 2001, η εν λόγω γενική ρήτρα του Κοινωνικού Κράτους προέκυπτε ερμηνευτικά από μια σειρά επιμέρους διατάξεων του Συντάγματος (άρθρα 2 παρ.1, 25 και 106 παρ.1, 2, 3 κλπ.), σε συνάρτηση με το γεγονός ότι στη θεωρία, αλλά και σε μερίδα της Νομολογίας, γινόταν δεκτή ως αυτονόητη αρχή κατά την ερμηνεία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο αναθεωρητικός συντακτικός νομοθέτης του 2001 έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση των στοιχείων της συνταγματικής τάξης που δεσμεύουν την κοινή πολιτική, αλλά και ευρύτερα τις επιλογές και τις αποφάσεις των κρατικών οργάνων. Επιπλέον, παρατηρείται η τάση διεύρυνσης των συνταγματικών αυτών δεσμεύσεων, στο μέτρο του δυνατού, προς κάθε μορφή εξουσίας και ιδίως προς την οικονομική εξουσία και την εξουσία της πληροφόρησης. Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης αποτελεί η κατοχύρωση νέων δικαιωμάτων, καθώς και η επιβεβαιωτική αναθεώρηση σειράς συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες ενισχύουν και επιβάλλουν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την εφαρμογή και την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος[2].

Ο όρος Κοινωνικό Κράτος Δικαίου συγκροτείται μεν από δύο αυτοτελείς, αλλά αλληλοτροφοδοτούμενες έννοιες: το κράτος δικαίου και το κοινωνικό κράτος. Οι δύο αυτές συνιστώσες, αν και διατηρούν τη δική τους εννοιολογική αυτονομία, τελούν σε διαρκή αλληλεπίδραση και δημιουργικό διάλογο, διαμορφώνοντας ένα ενιαίο συνταγματικό πρότυπο που συνδυάζει την δικαιοκρατικά οργανωμένη και υπό όρους εξουσία, δηλαδή μια εξουσία κανονιστικά οριοθετημένη και θεσμικά αντισταθμισμένη[3] , με την προώθηση και την προάσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της ουσιαστικής ισότητας.

Το κράτος δικαίου, κατά την τυπική του έννοια, στηρίζεται σε ένα σύνολο γενικών αρχών και κανόνων που διέπουν και συνέχουν την έννομη τάξη, και τις έννομες σχέσεις που συνάπτονται εντός της, και δεσμεύουν τόσο τη δικαιοπαραγωγική λειτουργία του κράτους όσο και τη λειτουργία εξειδίκευσης, εφαρμογής και ερμηνείας των κανόνων δικαίου, διοικητική και δικαιοδοτική[4]. Το ουσιαστικό περιεχόμενο του κράτους δικαίου προϋποθέτει τη δέσμευση της κρατικής εξουσίας από θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και δικαιϊκές αξίες, μετουσιώνοντας τις τυπικές εγγυήσεις της ελευθερίας σε ουσιαστική κατοχύρωση δικαιοσύνης και συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας δίκαιης και αξιακά προσανατολισμένης έννομης τάξης. Το κράτος δικαίου ως θεμελιώδης αρχή ή οργανωτική βάση του πολιτεύματος συνάγεται από το σύνολο των διατάξεων του Συντάγματος και ιδίως από την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, της διάκρισης των λειτουργιών, της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, καθώς και από τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τήρηση της αρχής του κράτους δικαίου δεν συναρτάται μόνο με τις επίμαχες συνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά και με τη νομοθεσία που εξειδικεύει την άσκηση των επιμέρους δικαιωμάτων και τις εγγυήσεις τήρησης και προστασίας τους[5].

Το κοινωνικό κράτος δικαίου αποτελεί συνέχεια και εξέλιξη του κράτους δικαίου, συνιστώντας μια μορφή πολιτειακής οργάνωσης, η οποία λαμβάνει υπόψη της τα προτάγματα του κοινωνικού συνταγματισμού, την κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, την καταπολέμηση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων και τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων, μέσω της διασφάλισης των ελάχιστων αγαθών[6]. Ως κοινωνικό κράτος εννοείται, λοιπόν, εκείνο το κράτος, που παρεμβαίνει στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας, προκειμένου να αμβλύνει τις ανισότητες, αναδιανέμοντας το εθνικό εισόδημα σε όφελος των οικονομικά ασθενέστερων[7]. Ο όρος κοινωνικό κράτος αποτυπώνει τη στενή διασύνδεση του κράτους με την κοινωνία[8], ήτοι το κοινωνικό σύνολο, υποδηλώνοντας έτσι ένα κράτος που φέρει θετική υποχρέωση ενεργητικής παρέμβασης για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Πρόκειται για ένα κράτος που οφείλει να μεριμνά για την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων και την διαμόρφωση συνθηκών ισότιμης συμμετοχής και παροχής ευκαιριών σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, στο πλαίσιο της επιδίωξης της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών.

Οι απαιτήσεις και οι προσδοκίες των πολιτών για κρατικές παροχές με υλικο-οικονομικό περιεχόμενο αποτυπώνονται θεσμικά ως κοινωνικά δικαιώματα[9]. Η αρχή του κοινωνικού κράτους, ως θεμελιώδης συνταγματική αρχή, συμπληρώνει και ενισχύει τα επιμέρους αυτά κοινωνικά δικαιώματα, προσφέροντας παράλληλα το κανονιστικό υπόβαθρο για τη συνταγματική θεμελίωση και άλλων μορφών κοινωνικής προστασίας, οι οποίες ενδεχομένως δεν κατοχυρώνονται ρητώς στο Σύνταγμα, αλλά τυγχάνουν αναγκαίες, ιδίως υπό το πρίσμα των μεταβολών και των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικοοικονομικό αλλά και στο πολιτικό πεδίο. Από τα κοινωνικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα τόσο ο νομοθέτης όσο και ο δικαστής μπορούν να αντλήσουν νέο περιεχόμενο, χτίζοντας πάνω στους ήδη υφιστάμενους θεσμούς κοινωνικής προστασίας και στην παγιωμένη νομολογία για τη σταθεροποίηση και τη διαφύλαξή τους[10].

Η ένωση των δύο εννοιών, του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, σε ένα ενιαίο συνταγματικό ιδεώδες, αντανακλά την ανάγκη συμπόρευσής τους στο πλαίσιο μιας σύγχρονης δημοκρατικής έννομης τάξης. Η σύζευξη αυτή δεν είναι απλώς νοηματική ή ορολογική, αλλά εκφράζει και αντανακλά την ουσιαστική αλληλεπίδραση της κανονιστικά οριοθετημένης κρατικής εξουσίας και δράσης με την ανάγκη για κρατικές παρεμβάσεις, οι οποίες ενέχουν κοινωνικό πρόσημο και ανταποδοτικό χαρακτήρα, αποσκοπώντας σε έναν λιγότερο άνισο κόσμο. Μέσω αυτής της σύμπλευσης επιδιώκεται η παγίωση και η ενίσχυση της σημασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία, στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, αποκτούν δεσμευτικό και κανονιστικό χαρακτήρα, υπερβαίνοντας τον ρόλο απλών διακηρύξεων και ευχολογίων. Τα κοινωνικά δικαιώματα, έτσι, αναγνωρίζονται ως ενεργά εργαλεία κοινωνικής προστασίας και διασφάλισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η αρμονική συνύπαρξη του κοινωνικού και του κράτους δικαίου οδηγεί στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου συνταγματικού προτύπου, στο οποίο η ελευθερία συνδέεται διαλλακτικά με την κοινωνική δικαιοσύνη, η λειτουργία της οικονομίας με την αξιοπρέπεια και την κοινωνική αλληλεγγύη, οι κρατικές πολιτικές και επιλογές με την κατοχύρωση ενός ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό μια ισορροπημένη και ανθρωποκεντρική έννομη τάξη.

II. Με τον Ν. 4738/2020 «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας και άλλες διατάξεις» καταργήθηκε ο προγενέστερος Πτωχευτικός Κώδικας (Ν. 3588/2007), καθώς και μια σειρά λοιπών νομοθετικών κειμένων που αφορούσαν επιμέρους διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι οποίες προηγουμένως ήταν διασπασμένες και διασκορπισμένες σε ειδικότερα νομοθετήματα (βλ. ενδ. Ν. 4469/2017, Ν. 3869/2010, Ν. 4307/2014 κλπ.)[11]. Ο Ν. 4738/2020 πρόκειται για ένα ενιαίο και ολιστικό νομοθετικό κείμενο, υπό την «στέγη» του οποίου έχουν συμπεριληφθεί και ομαδοποιηθεί πλέον όλες οι επιμέρους διαδικασίες αφερεγγυότητας (εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, εξυγίανση, πτώχευση κλπ.), αλλά και λοιπές ρυθμίσεις που σχετίζονται με τις διαδικασίες αυτές, όπως π.χ. οι διατάξεις για τους διαχειριστές αφερεγγυότητας, για τους ευάλωτους οφειλέτες, για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του κλπ[12].

Ο Νόμος 4738/2020, ήτοι ο νέος πτωχευτικός κώδικας αναφορικά με την διαχείριση και την αντιμετώπιση καταστάσεων οικονομικής αφερεγγυότητας, στις οποίες δύνανται να περιέλθουν είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, αποτελεί προσπάθεια εναρμόνισης της νομοθεσίας μας προς την οδηγία ΕΕ 2019/1023[13]. Η εν λόγω οδηγία κατέστησε υποχρεωτική στα κράτη μέλη την θέσπιση αποτελεσματικών μηχανισμών προληπτικής αναδιάρθρωσης, απαλλαγής από τα χρέη και παροχής δεύτερης ευκαιρίας σε έντιμους οφειλέτες. Ανάμεσα στους στόχους της ανωτέρω ευρωπαϊκής οδηγίας περιλαμβάνεται η βελτίωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας, η έγκαιρη αντιμετώπιση της οικονομικής αδυναμίας, η ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και η αποτροπή των κοινωνικών συνεπειών της αφερεγγυότητας, μέσω της πρόβλεψης της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του, συνδυάζοντας έτσι την – οικονομική – αποτελεσματικότητα με την κοινωνική επανένταξη.

Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες του Ν. 4738/2020 αποτελεί η αποσύνδεση της εμπορικής ιδιότητας με την πτωχευτική ικανότητα. Αυτό σημαίνει ότι δύνανται πλέον να πτωχεύσουν και τα φυσικά εκείνα πρόσωπα τα οποία δεν φέρουν την εμπορική ιδιότητα. Η μεταρρύθμιση αυτή επέτρεψε την ενιαία αντιμετώπιση όλων των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ανεξαρτήτως εμπορικής ιδιότητας, εντάσσοντάς τα στο ίδιο θεσμικό πλαίσιο και παρέχοντάς τους πρόσβαση στον μηχανισμό απαλλαγής από τα χρέη (άρθρο 192 του Ν. 4738/2020). Πρόσβαση στον εν λόγω μηχανισμό έχουν επίσης, υπό όρους και προϋποθέσεις, και τα φυσικά πρόσωπα που εκ του νόμου έχουν αλληλέγγυα ευθύνη λόγω της εκπροσωπευτικής ή διοικητικής τους σχέσης με οφειλέτη νομικό πρόσωπο (άρθρο 195 του Ν. 4738/2020).

Οριοθετώντας αρχικά την έννοια της απαλλαγής θα πρέπει να αναφερθεί ότι ως απαλλαγή νοείται η ελευθέρωση οφειλετών από το βάρος των οφειλών, που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν δηλ. από το υπόλοιπο των χρεών, που παραμένει ανεξόφλητο μετά την καθ΄ οιονδήποτε τρόπο περάτωση της πτώχευσης υπό την προϋπόθεση ότι δεν τους βαρύνει κακόπιστη συμπεριφορά[14].

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 192 παρ.1 του Ν. 4738/2020: Με την επιφύλαξη της παρ. 2[15], ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ή όχι, τριάντα έξι (36) μήνες από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή την καταχώρηση της παρ. 4 του άρθρου 77 (στις περιπτώσεις όπου η αίτηση για την κήρυξη σε κατάστασης πτώχευσης έχει απορριφθεί λόγω έλλειψης ενεργητικού), εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του. Η απαλλαγή έχει ως συνέπεια και την παύση των στερήσεων δικαιωμάτων τις οποίες συνεπάγεται η πτώχευση. Εάν λοιπόν δεν συμβεί τίποτε άλλο, η απαλλαγή επέρχεται αυτομάτως και με άμεση ισχύ[16].

Η απαλλαγή του οφειλέτη συνεπάγεται την απελευθέρωσή του από τα χρέη του, επιφέρει τη διακοπή της υπεγγυότητας του εισοδήματός του, σύμφωνα με το άρθρο 92 § 2 του Ν. 4738/2020, κατά το οποίο «από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την απαλλαγή του οφειλέτη» στην πτωχευτική περιουσία ανήκει μέρος του εισοδήματός του. Παράλληλα, η απαλλαγή σηματοδοτεί την άμεση και αυτοδίκαιη κατάργηση κάθε εκκρεμούς διαδικασίας διοικητικής ή δικαστικής αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και την παύση των στερήσεων δικαιωμάτων τις οποίες συνεπάγεται η πτώχευση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο οφειλέτης επανέρχεται σε μια κατάσταση οικονομικής κανονικότητας, αποκαθιστώντας τη δυνατότητά του να μετέχει εκ νέου στην οικονομική και κοινωνική ζωή χωρίς τα δεσμά των προηγούμενων χρεών του.

Όπως προβλέπεται στην αιτιολογική έκθεση του οικείου Νόμου για το άρθρο 192: «Η αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας θα ήταν ελλιπής αν δεν ενσωμάτωνε αποτελεσματικά την απαλλαγή των καλόπιστων οφειλετών φυσικών προσώπων από το βάρος των οφειλών που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν. Ένας από τους σκοπούς της πτώχευσης στα σύγχρονα δίκαια είναι η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη που δεν μπορεί να εκπληρώσει, ώστε να του δοθεί δεύτερη ευκαιρία. Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στους οφειλέτες πέραν της επιείκειας της έννομης τάξης προς αυτούς, εξυπηρετεί και την εθνική οικονομία, αφενός επειδή διευκολύνει την ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων και αφετέρου επειδή επιτρέπει στα υπερχρεωμένα πρόσωπα να έχουν κίνητρα να εργαστούν και να δημιουργήσουν περιουσία. Όταν δεν υπάρχει δυνατότητα των υπερχρεωμένων προσώπων να απαλλαγούν από τα χρέη τους, αυτά οδηγούνται στην παραοικονομία προς βλάβη του κοινωνικού συνόλου. Ειδικότερα, το άρθρο 192 προβλέπει την αυτοδίκαιη απαλλαγή του οφειλέτη με την πάροδο τριών ετών από την κήρυξή της (με ειδική ρύθμιση για την περίπτωση δεύτερης απαλλαγής εντός πενταετίας). Σε περίπτωση που συντρέχει λόγος να μην απαλλαγεί ο οφειλέτης, όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσφύγει κατά της απαλλαγής».

Αναζητώντας τη βούληση του Νομοθέτη στην ανωτέρω αιτιολογική έκθεση, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο θεσμός της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του εξυπηρετεί μια σειρά από εναλλακτικούς σκοπούς με έντονο κοινωνικό και οικονομικό πρόσημο. Χαρακτηριστικά, παρέχεται δεύτερη ευκαιρία στους οφειλέτες ως ένδειξη επιείκειας της έννομης τάξης, η οποία αναγνωρίζει ότι η οικονομική αποτυχία δεν πρέπει να οδηγεί σε μόνιμο αποκλεισμό. Παράλληλα, επιδιώκεται η επανένταξη του οφειλέτη στην οικονομική και παραγωγική ζωή, η ενίσχυση των συναλλαγών και η αποτροπή φαινομένων κοινωνικού περιθωρίου. Με τον τρόπο αυτό, ο θεσμός της απαλλαγής χαρακτηρίζεται ως θεσμικό εργαλείο κοινωνικής επανόρθωσης, ανασυγκρότησης και αποκατάστασης της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του πολίτη και του Κράτους, στο πλαίσιο του οικονομικού συστήματος και υπό το πρίσμα της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου. Δέον σημειωθεί ακόμα ότι ο θεσμός της απαλλαγής λειτουργεί προς όφελος της ίδιας της εθνικής οικονομίας, διότι μέσω αυτού θεωρείται ότι διευκολύνεται η ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων και επιτρέπεται στα υπερχρεωμένα πρόσωπα να έχουν κίνητρα να εργαστούν και να δημιουργήσουν περιουσιακά στοιχεία διότι διαφορετικά οδηγούνται οι οφειλέτες στην παραοικονομία προς βλάβη του κοινωνικού συνόλου (ανάπτυξη άδηλης επιχειρηματικής δραστηριότητας ή μέσω παρένθετων συνήθως συγγενικών προσώπων)[17]. Εάν δεν υπήρχε η δυνατότητα απαλλαγής, οι οφειλέτες θα παρέμεναν εγκλωβισμένοι σε ένα καθεστώς μόνιμης οικονομικής αδυναμίας, το οποίο θα δημιουργούσε αντικίνητρα για εργασία και παραγωγή  νέου πλούτου. Η έλλειψη προοπτικής επανένταξης οδηγεί στην παραοικονομία και στην ανάπτυξη έκνομων ή γενικότερα «σκιωδών» μορφών οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, της υγιούς πίστης για συναλλαγή και τη βλάβη εν τέλει του κοινωνικού συνόλου. Ο θεσμός της απαλλαγής, επομένως, συμβάλλει στη διατήρηση της διαφάνειας και της ομαλής λειτουργίας της αγοράς, προάγοντας την οικονομική ανάπτυξη σε συνθήκες νομιμότητας και κοινωνικής ισορροπίας.

Η προσέγγιση του θεσμού της απαλλαγής από τον Έλληνα νομοθέτη, στο πλαίσιο του Ν. 4738/2020, φέρει εμφανείς επιρροές από τις σχετικές προβλέψεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023, η οποία προσδίδει στον μηχανισμό της δεύτερης ευκαιρίας μια εμφανή κοινωνική και ανθρωποκεντρική διάσταση. Ήδη στην αιτιολογική σκέψη (1) αυτής προβλέπεται ότι «οι έντιμοι αφερέγγυοι ή υπερχρεωμένοι επιχειρηματίες θα μπορούν να απαλλάσσονται πλήρως από τα χρέη τους μετά από εύλογο διάστημα που θα τους προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία», αναδεικνύοντας τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του θεσμού. Η αιτιολογική σκέψη (5) συμπληρώνει ότι «σε πολλά κράτη μέλη απαιτούνται περισσότερα από τρία χρόνια για να απαλλαγεί ένας αφερέγγυος αλλά έντιμος επιχειρηματίας από τα χρέη του και να πραγματοποιήσει ένα νέο ξεκίνημα», επισημαίνοντας ότι η καθυστέρηση αυτή και οι μακροχρόνιες εκπτώσεις «θέτουν φραγμούς στην ελευθερία ανάληψης και άσκησης μη μισθωτής επιχειρηματικής δραστηριότητας». Περαιτέρω, η αιτιολογική σκέψη (72) αναγνωρίζει ότι «οι επιπτώσεις της αφερεγγυότητας, ιδίως ο κοινωνικός στιγματισμός […] και η παρατεινόμενη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών, αποτελούν σημαντικά αντικίνητρα για τους επιχειρηματίες που επιθυμούν να συστήσουν επιχείρηση ή να αξιοποιήσουν μια δεύτερη ευκαιρία», ενώ η αιτιολογική σκέψη (16) αναφέρει πως «μια αποτελεσματική διαδικασία αναδιάρθρωσης, αφερεγγυότητας και απαλλαγής θα επιτρέψει καλύτερη εκτίμηση των κινδύνων που ενέχουν οι αποφάσεις χορήγησης και λήψης πιστώσεων και θα εξομαλύνουν την προσαρμογή των αφερέγγυων ή υπερχρεωμένων οφειλετών, ελαχιστοποιώντας το κοινωνικό και οικονομικό κόστος που συνεπάγεται η διαδικασία απομόχλευσής τους». Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η αιτιολογική σκέψη (21), σύμφωνα με την οποία «η υπερχρέωση των καταναλωτών είναι ζήτημα μείζονος οικονομικής και κοινωνικής σημασίας […].» Για τους λόγους αυτούς, παρόλο που η παρούσα οδηγία δεν περιλαμβάνει δεσμευτικούς κανόνες για τους υπερχρεωμένους καταναλωτές, συνιστάται στα κράτη μέλη να αρχίσουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της περί απαλλαγής από τα χρέη και στους καταναλωτές το συντομότερο δυνατόν», επεκτείνοντας έτσι ρητά το κοινωνικό πεδίο εφαρμογής του θεσμού.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η Οδηγία θεμελιώνει έναν μηχανισμό απαλλαγής με προεχόντως κοινωνική διάσταση, που υπερβαίνει την οικονομική του λειτουργία και αποσκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της κοινωνικής συμμετοχής και της οικονομικής επανένταξης του οφειλέτη. Ο Έλληνας νομοθέτης, υιοθετώντας τις αρχές αυτές, προσάρμοσε και υιοθέτησε στον Ν. 4738/2020 ένα ρυθμιστικό πλαίσιο απαλλαγής από τα χρέη που συνδυάζει την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας με την ενεργητική επανένταξη του οφειλέτη στην κοινωνική και παραγωγική ζωή, υλοποιώντας εμπράκτως τις αξίες του κοινωνικού κράτους δικαίου.

III. Η καθιέρωση της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του, όπως ρυθμίζεται στα οικεία άρθρα του Ν. 4738/2020, δεν συνιστά απλώς μια αμιγώς τεχνοκρατική και κανονιστική ρύθμιση του πτωχευτικού δικαίου, αλλά έκφανση συνταγματικού περιεχομένου, που εντάσσεται δογματικά και ερμηνευτικά στο ευρύτερο αξιακό πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου. Ο θεσμός αυτός, αν και ανήκει κατ’ αρχήν στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, εμφορείται από έντονα στοιχεία που εντοπίζουμε στο δημόσιο δίκαιο, όπως είναι ο αναγκαστικός χαρακτήρας των διατάξεών του και η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, αντανακλώντας τη μετάβαση από μια πτωχευτική νομοθεσία που έχει ως αποκλειστικό στόχο την προάσπιση ιδιωτικών συμφερόντων και επιδιώξεων, σε ένα κοινωνικό-προστατευτικό σύστημα επανένταξης και επανεκκίνησης του οφειλέτη στο πεδίο της ελεύθερης αγοράς, με όρους κοινωνικής ισότητας.

Όπως ήδη αναφέραμε, οι νόμοι πρέπει να πληρούν ορισμένα κριτήρια και συγκεκριμένες ουσιαστικές προϋποθέσεις, ώστε να είναι κοινωνικώς δίκαιοι και να συμβάλλουν στον μετριασμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Την αντίληψη αυτή εκφράζει κατ’ εξοχήν η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, η οποία, ως συνταγματική επιταγή, επιβάλλει στον νομοθέτη να θεσπίζει ρυθμίσεις ικανές να εξισορροπούν τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και να προάγουν την ουσιαστική ισότητα των πολιτών. Υπό το πρίσμα αυτό, η θεσμοθέτηση της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του στο πλαίσιο του Ν. 4738/2020 αποτελεί χαρακτηριστική εκδήλωση της λειτουργίας του κοινωνικού κράτους, καθόσον επιδιώκει την άρση των συνεπειών της οικονομικής ανισότητας και τη δημιουργία πραγματικών όρων κοινωνικής και οικονομικής επανένταξης. Μέσω του θεσμού της απαλλαγής, η έννομη τάξη αποκαθιστά την ισότητα ευκαιριών, επιτρέποντας στους οφειλέτες να επανενταχθούν στο οικονομικό γίγνεσθαι, αποτρέποντας την περιθωριοποίησή τους, απελευθερωμένοι από τα χρέη του παρελθόντος. Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας κατά αυτόν τον τρόπο σε έντιμους οφειλέτες που περιήλθαν σε κατάσταση οικονομικής αφερεγγυότητας, όχι από δόλο ή υπαιτιότητα, αλλά – τις περισσότερες φορές τουλάχιστον – εξαιτίας της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα μας κατά την προηγούμενη δεκαετία, προκαλώντας συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου, αύξηση της ανεργίας, δραματική μείωση των εισοδημάτων και δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής της κοινωνίας, λειτουργεί ως εργαλείο ενσάρκωσης της συνταγματικής αρχής του κοινωνικού κράτους, μετατρέποντας την κοινωνική μέριμνα σε ενεργό νομοθετική πράξη που αποσκοπεί στην άμβλυνση των ανισοτήτων και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Κοινωνικό – ανθρωπιστικό κράτος (Sozialstaat) είναι το κράτος εκείνο που συνταγματικά υποχρεούται, (όχι μόνο να σέβεται, αλλά) να προστατεύει και να εξασφαλίζει την ανθρώπινη αξία. Είναι το κράτος που θέτει ως κατευθυντήριο σκοπό της δράσης του την εξασφάλιση και την ανάπτυξη της ανθρώπινης αξίας[18]. Η εγγύηση minimum συνθηκών αξιοπρεπούς ζωής καθίσταται απόλυτη κρατική προτεραιότητα. Αναβαθμίζεται σε κρατική υποχρέωση που προηγείται έναντι πολλών άλλων παρεμβάσεων[19]. Σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 21 παρ.1 του Συντάγματος «…Το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει.». Από την ερμηνεία της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης προκύπτει ότι το κράτος δεν περιορίζεται σε μια παθητική στάση ανοχής ή μη παρέμβασης, αλλά αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στη δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων που καθιστούν δυνατή μια αξιοπρεπή διαβίωση. Στο πλαίσιο αυτό, ο θεσμός της απαλλαγής, δύναται να προσεγγισθεί ως εργαλείο υλοποίησης της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 21 παρ.1 του Συντάγματος, καθώς συμβάλλει στην οικονομική αποκατάσταση και επανεκκίνηση του οφειλέτη, εξασφαλίζοντας τις συνθήκες εκείνες που συνδέονται με την δημιουργία ενός οικονομικού χώρου ελευθερίας, εντός του οποίου έχει την ευκαιρία να δραστηριοποιηθεί ο οφειλέτης και να εξασφαλίσει  – τουλάχιστον – ένα ελάχιστο εισόδημα που θα του επιτρέπει να ζει αξιοπρεπώς. Η διακοπή της υπεγγυότητας του εισοδήματος του οφειλέτη, μετά τη χορήγηση της απαλλαγής, συμβάλλει ουσιαστικά στην πραγμάτωση της ανωτέρω συνταγματικής πρόβλεψης,  διασφαλίζοντας ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο, εγγυημένο από το Σύνταγμα και απολύτως αναγκαίο για τη διατήρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η απαλλαγή, λοιπόν, επιτρέπει στον οφειλέτη να ανακτήσει την παραγωγική του ικανότητα, να επανενταχθεί στην κοινωνικοοικονομική ζωή και να εξασφαλίσει τα αναγκαία μέσα αξιοπρεπούς διαβίωσης, χωρίς τον σκόπελο μιας εσαεί χρηματοοικονομικής υποχρέωσης στην οποία δεν δύναται με πραγματικούς όρους και παραμέτρους να ανταποκριθεί με βιώσιμο τρόπο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο θεσμός της απαλλαγής εντάσσεται λειτουργικά στον πυρήνα του κοινωνικού – ανθρωπιστικού κράτους δικαίου, καθώς μετατρέπει τη συνταγματική εγγύηση της αξιοπρεπούς διαβίωσης σε συγκεκριμένη κανονιστική πραγματικότητα. Η οικονομική αποτυχία δεν δύναται να λειτουργεί ως ισόβια κύρωση ή ως κοινωνικό στίγμα. Έτσι, η απαλλαγή αποσκοπεί ουσιαστικά στη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, στην αποτροπή της ακραίας φτώχειας και στην κατοχύρωση ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του κοινωνικού κράτους δικαίου.

Οι νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται υπό το φως του Συντάγματος και σε σύμπλευση με τις θεμελιώδεις αρχές που αυτό καθιερώνει. Μέσω των νόμων πρέπει να επιτυγχάνεται η πραγμάτωση των επιμέρους συνταγματικών επιταγών. Ο θεσμός της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του, αναγιγνώσκεται και προσεγγίζεται όχι αποκομμένα, αλλά σε αρμονία με τις αντίστοιχες συνταγματικές επιταγές, όπως είναι αυτή της κοινωνικής αλληλεγγύης και της προστασίας της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Υπό αυτή την οπτική, ο θεσμός της απαλλαγής  δεν αποτελεί ένα αμιγώς στυγνό χρηματοοικονομικό εργαλείο, αλλά μηχανισμό που συμβάλλει στην υλοποίηση και στην πρακτική εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών του κοινωνικού κράτους δικαίου, με την προάσπιση των συμφερόντων και των δικαιωμάτων των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών, οι οποίοι βρέθηκαν σε καθεστώς ανυπέρβλητης κοινωνικοοικονομικής αδυναμίας. Με τον τρόπο αυτό, η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του λειτουργεί ως πρακτικός δίαυλος διά μέσω του οποίου οι συνταγματικές αρχές και επιταγές μετουσιώνονται σε πραγματικότητα δικαίου και κανονιστικής εφαρμογής, υπηρετώντας την κοινωνική αποστολή του κράτους.

Παράλληλα, αξίζει να αναφερθεί ότι ο θεσμός της απαλλαγής δεν εξυπηρετεί αποκλειστικά την οικονομική επανένταξη του οφειλέτη, αλλά επικουρεί είτε άμεσα είτε έμμεσα την πραγμάτωση και την διασφάλιση θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία προβλέπονται στο Συνταγματικό κείμενο. Χαρακτηριστικά, μέσω της απαλλαγής, ο υπερχρεωμένος οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να επανακτήσει έναν κρίσιμο οικονομικό χώρο αυτονομίας, ο οποίος καθιστά δυνατή την ουσιαστική άσκηση δικαιωμάτων που χωρίς την απαλλαγή θα παρέμεναν κατ’ ουσίαν ανενεργά. Ειδικότερα, ενισχύεται η δυνατότητά του να συμμετέχει πλήρως στην οικονομική και κοινωνική ζωή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται το δικαίωμα πρόσβασής του στην αγορά εργασίας κατά το άρθρο 22 του Συντάγματος, αποτρέποντας τον αποκλεισμό από τη νόμιμη οικονομική δραστηριοποίηση και την διολίσθηση στην παραοικονομία. Επιπλέον, μέσω της απαλλαγής, καθίσταται δυνατή η εξασφάλιση ενός ελάχιστου εισοδήματος ικανού να  κατοχυρώσει αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης, όπως επιτάσσει το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ προστατεύεται η ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή οφειλέτη, η οποία πλήττεται συχνά από το βάρος των ανεξόφλητων οφειλών και το κοινωνικό στίγμα της πτώχευσης.

IV. Καταλήγοντας, υπό το πρίσμα όσων διαλαμβάνονται παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι ο θεσμός της απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του, όπως ρυθμίζεται στον Ν. 4738/2020, δεν αποτελεί απλώς ένα τεχνικό κανονιστικό εργαλείο του πτωχευτικού δικαίου, αλλά συνιστά συστηματική και ενεργή εφαρμογή της συνταγματικής αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου. Η απαλλαγή λειτουργεί ως μηχανισμός άρσης κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, εκπληρώνοντας τη συνταγματική υποχρέωση του κράτους να εγγυάται συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης και ουσιαστικής κοινωνικής συμμετοχής για όλους τους πολίτες.

Παρά το ιδιωτικού δικαίου υπόβαθρό του, ο εν λόγω θεσμός υιοθετεί αρχές και ενσαρκώνει στοιχεία που εντοπίζονται κατ’ εξοχήν στο πεδίο εφαρμογής του Δημοσίου Δικαίου: Οι διατάξεις του είναι αναγκαστικού δικαίου – δημόσιας τάξης  ενώ αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή, στη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, στην ενίσχυση των συναλλαγών, στην αποφυγή του κοινωνικού αποκλεισμού και στην επανένταξη οικονομικά μη βιώσιμων οφειλετών.

Επιπλέον, η απαλλαγή συμβάλλει καθοριστικά στην ουσιαστική πραγμάτωση θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στο Σύνταγμα. Η αποδέσμευση του οφειλέτη από το μόνιμο βάρος των ανεξόφλητων χρεών, δημιουργεί έναν αναγκαίο οικονομικό χώρο αυτοδιάθεσης εντός του οποίου καθίσταται δυνατή η ουσιαστική πρόσβαση του οφειλέτη στην αγορά εργασίας, απαλλαγμένος από τον κίνδυνο κατάσχεσης ή δέσμευσης των αποδοχών του, ώστε η εργασία να καθίσταται πλέον μέσο βιώσιμης οικονομικής επανεκκίνησης. Επιπρόσθετα, το εισόδημα που πλέον διασώζεται και δεν διοχετεύεται στην εξυπηρέτηση δυσβάσταχτων οικονομικών υποχρεώσεων δύναται να καλύψει βασικές βιοτικές ανάγκες, συμβάλλοντας στην εξασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η απαλλαγή αίρει τον χαρακτήρα της ανυπέρβλητης οικονομικής αδυναμίας – πτώχευσης ως μόνιμης κοινωνικής κύρωσης και αποκαθιστά την προοπτική μιας λειτουργικά βιώσιμης «δεύτερης ευκαιρίας», συμβατής με τις επιταγές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του κοινωνικού κράτους δικαίου.

Συνολικά, ο θεσμός της απαλλαγής σηματοδοτεί τη μετάβαση από μία ιστορικά παγιωμένη, κυρωτικού χαρακτήρα αντίληψη της πτώχευσης σε ένα σύγχρονο, δικαιοκρατικά ώριμο και ανθρωποκεντρικό πρότυπο ρύθμισης, το οποίο διαπνέεται από την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και τις επιμέρους εκφάνσεις αυτής. Η απαλλαγή εναρμονίζει την οικονομική αποτελεσματικότητα με την κοινωνική προστασία, προκρίνοντας πλέον μια προσέγγιση που αναγνωρίζει την ανάγκη κοινωνικής επανένταξης, αξιοπρεπούς διαβίωσης και ισότητας ευκαιριών, καθιστώντας έτσι τη δεύτερη ευκαιρία όχι προνόμιο, αλλά θεσμικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στο πλαίσιο ενός σύγχρονου δημοκρατικού κοινωνικού κράτους δικαίου.

Ε. Τρανάκος


[1] Παντελής, Μ. Αντ., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, σελ. 150.

[2] Ξ. Κοντιάδης, Ο νέος συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα μετά την αναθεώρηση του 2001,

2002, σελ. 85 επ.

[3] Α. Μανιτάκης, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδεις έννοιες, τόμ. Ι, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2004, 112επ.

[4] Παπαδοπούλου, Τ., Κοινωνικό κράτος δικαίου και διάκριση των λειτουργιών, Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις, 2015, Kallipos: Κοινωνικό κράτος δικαίου και διάκριση των λειτουργιών, σελ. 2.

[5] Ξ. Κοντιάδης – Α. Φωτιάδου, Ανάλυση του άρθρου 25 του Συντάγματος, σε: Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, ηλεκτρονική έκδοση, SyntagmaWatch, συλλογικό έργο υπό τη διεύθυνση των Σπ. Βλαχόπουλου/Ι. Τασόπουλου/Ξ. Κοντιάδη, σελ.15-16.

[6] Παπαδοπούλου, Τ., Κοινωνικό κράτος δικαίου…, ό.π., σελ. 19.

[7] Ιγγλεζάκης Ι. Δ., Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 51 επ.

[8] Α. Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, σελ. 183.

[9] Ξ. Κοντιάδης, Κράτος πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα, σελ. 113 επ.

[10] Ξ. Κοντιάδης, Τι πρέπει να αλλάξει στο σύνταγμα, σελ. 249.

[11]Ελ. Τρανάκος, Η υποβολή αίτησης για την κήρυξη Οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών για λόγους δημόσιου συμφέροντος, μελέτη δημοσιευμένη στο ΔΕΕ, 2/2025, σελ. 125 – 128.

[12] Περάκης Ε., Πτωχευτικό Δίκαιο, 2021, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 25.

[13] Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Ιουνίου 2019 περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα).

[14] Γ. Μιχαλόπουλος, Τρόποι περάτωσης της πτώχευσης και απαλλαγή του οφειλέτη, εισήγηση σε επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ, 18-06-2021.

[15] Το άρθρο 192 § 2 συντομεύει την προθεσμία απαλλαγής σε ένα έτος «για τους οφειλέτες της παρ. 3 του άρθρου 92». Πρόκειται για την περίπτωση όπου «η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή/και αλλά πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το 10% των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των 100.000 ευρώ εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στη διάρκεια των 12 μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης».

[16] Περάκης Ε., Πτωχευτικό Δίκαιο, 2021, Νομική Βιβλιοθήκη, ο.π., σελ. 518.

[17] Θεοκτή Ευ. Νικολαϊδου, Εφέτης, Η ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων περί της απαλλαγής του οφειλέτη κατά τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα (άρθρ. 192 επ.), εισήγηση στην ΕΣΔΙ.

[18] Α. Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, ο.π., σελ. 182.

[19] Α. Στεργίου, Ανάλυση του άρθρου 21 παρ.1 του Συντάγματος, σε: Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, ηλεκτρονική έκδοση, SyntagmaWatch, συλλογικό έργο υπό τη διεύθυνση των Σπ. Βλαχόπουλου/Ι. Τασόπουλου/Ξ. Κοντιάδη, σελ.11.

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Πολιτικά κόμματα και πολιτικός πλουραλισμός

Ο Γ. Δρόσος γράφει για τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων και τον πολιτικό πλουραλισμό, αναδεικνύοντας την αποδυνάμωση του νομικού κανόνα, τον κρίσιμο ρόλο της συμμετοχής των κομμάτων στις εκλογές, τα όρια της δημοκρατικής αυτοάμυνας και τη σημασία του πλουραλισμού στα ΜΜΕ ως σύγχρονες προκλήσεις της δημοκρατίας

Περισσότερα

Το ζωντανό Σύνταγμα και το άρθρο 16 Σ. – Σχόλιο στις ΣΕ Ολομ. 1919, 1920/2025

Ο Γ. Α. Τασόπουλος γράφει για το ζωντανό Σύνταγμα και το άρθρο 16 Σ., αναλύοντας τις αποφάσεις ΣΕ Ολομ. 1919-1920/2025. Τονίζει τη σημασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την ανάγκη εναρμόνισης εθνικού και ενωσιακού δικαίου, επισημαίνοντας τα ερμηνευτικά διλήμματα που ανακύπτουν

Περισσότερα

Ανοικτή εκδήλωση| Τεχνητή Νοημοσύνη: Προς μια ρύθμιση ή υπερρύθμιση;

Το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή & Δημήτρη Τσάτσου και το Παρατηρητήριο Συνταγματικών Εξελίξεων Syntagma Watch σας προσκαλούν στην ανοικτή εκδήλωση με θέμα: Τεχνητή Νοημοσύνη: Προς μια ρύθμιση ή υπερρύθμιση;

Περισσότερα

Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ακαδημίας 43 | Αθήνα | 10672
[+30] 210 36 23 089
info@syntagmawatch.gr

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.