Δεν μπορεί να ξεκινήσει μια αναθεώρηση χωρίς την αποτίμηση της προηγούμενης. Η αναθεώρηση του 2019 υπήρξε η μοναδική έως σήμερα που δεν ολοκληρώθηκε από όμοιου πολιτικού χρώματος πλειοψηφίες: Στην προτείνουσα βουλή υπήρχε πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ, στην αποφασίζουσα πλειοψηφία ΝΔ. Ενώ όμως συμμετείχε σε αυτή, ήδη η κυβερνητική πλειοψηφία βαρύνεται από μια διπλή ασέβεια έναντι του Συντάγματος:
- Αφενός, με προφανή σκοπιμότητα, δεν έχει ακόμη καταθέσει στη Βουλή εκτελεστικό νόμο για την υλοποίηση τριών σημαντικών μεταρρυθμίσεων: της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας (παρ. 6 του άρθρου 73 του Συντάγματος), της πλήρους εξομοίωσης των στρατιωτικών δικαστών με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς (παρ. 5 του άρθρου 96) και, πάνω από όλα, ενόψει του εγκλήματος των Τεμπών, το νέο νόμο για την ποινική ευθύνη των υπουργών (άρθρο 86), χωρίς τις ασφυκτικές προθεσμίες που καταργήθηκαν. Οι νέες συνταγματικές ρυθμίσεις παραμένουν κενό γράμμα, λόγω της αβελτηρίας της κυβέρνησης και των πολιτικών της μεθοδεύσεων.
- Αφετέρου, ψήφισε νόμο που επιτρέπει τη λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, κατά σαφή παραβίαση του άρθρου 16. Κατόπιν εορτής, πρόκειται να καταθέσει πρόταση για την αναθεώρηση του τελευταίου, κατά πρωτοφανή παραβίαση της κανονιστικότητας του Συντάγματος.
Πώς θα πείσει για τη σοβαρότητα των προτάσεων της η Νέα Δημοκρατία με αυτό το βεβαρημένο ιστορικό; Πώς θα ζητήσει συναινέσεις για την προώθηση προτάσεων όπως η εξαετής θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ η ίδια υποβάθμισε το κύρος του, προβλέποντας τη δυνατότητα μονοκομματικής εκλογής του, κατά παραβίαση της κατεύθυνσης της προτείνουσας βουλής; Ήδη κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 2019, η εμμονή της στην άποψη ότι η δεύτερη, αναθεωρητική βουλή είναι η μόνη που αποφασίζει επί του περιεχομένου της αναθεώρησης, όχι μόνον εμπόδιζε τις συναινέσεις, αλλά και δημιουργούσε ουσιαστικά αντικίνητρα για την διεύρυνση της αναθεώρησης. Υπήρχε, για παράδειγμα, ο κίνδυνος να προτείνει η πρώτη βουλή ερμηνευτική δήλωση, κατά την οποία η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 16 ( «Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια») ισχύει και για τις μεταπτυχιακές σπουδές και η αναθεωρητική να προβλέψει, αντίθετα, την υποχρέωση καταβολής διδάκτρων και για τις προπτυχιακές.
Είχα, ως Γενικός Εισηγητής της Πλειοψηφίας, ασκήσει κριτική στην επικίνδυνη αυτή θέση ως εξής: «Οι συναινέσεις, ακριβώς γιατί αφορούν το μακρό χρόνο, ξαναδανείζομαι έναν όρο του Ευάγγελου Βενιζέλου, πρέπει να έχουν διάρκεια. Άρα, όρος για να υπάρχει διάρκεια στη συναίνεση είναι ότι θα πρέπει να ταυτίζονται οι αποφάσεις της προτείνουσας Βουλής και αυτής που θα ολοκληρώσει τη σχετική διαδικασία. Πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε όμως, ότι αυτό που θα συμφωνήσουμε τώρα και θα αποτυπωθεί στην απόφαση αυτής της Βουλής θα δεσμεύει τη Νέα Δημοκρατία και στην επόμενη, εφόσον ρητά υποστηρίζει ότι η κατεύθυνση αυτής της Βουλής δεν είναι νομικά δεσμευτική για την επομένη; Πώς θα επιδιωχθούν οι αναγκαίες από το Σύνταγμα συναινέσεις;»
Το ερώτημα περί συναινέσεων είναι, φυσικά, ενόψει της σημερινής πολιτικής κατάστασης εξωπραγματικό, όχι απλώς θεωρητικό. Το νέο θεσμικό τοπίο της συνειδητής συγκάλυψης του σκανδάλου των υποκλοπών και των βαρύτατων υποψιών γύρω από το έγκλημα των Τεμπών δεν επιτρέπουν σε καμία προοδευτική δύναμη να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία, ακόμη και για ώριμες τομές, όπως, π.χ. η δημιουργία ενός συνταγματικού δικαστηρίου.
Ακόμη και εάν δεν υπήρχε η περιρρέουσα αυτή θεσμική ανωμαλία, είναι προφανές ότι τυχόν αναθεώρηση, με βάση το σημερινό συσχετισμό δύναμης στη βουλή, θα αποτελούσε σημαντική θεσμική οπισθοδρόμηση. Στο παρελθόν, για παράδειγμα, η Νέα Δημοκρατία είχε επιχειρήσει τη συνταγματοποίηση του νεοφιλελεύθερου «χρυσού κανόνα» για τα ελλείμματα. Δεν ξέρω εάν θα το επιχειρήσει εκ νέου, δεδομένου ότι ακόμη και στη Γερμανία, από όπου έλκει την καταγωγή του ο κανόνας, αυτός αποδείχθηκε τόσο καταστροφικός για την οικονομία που ήδη σχεδιάζεται η τροποποίηση του.
Γενικότερα, πώς αλλάζουν τα Συντάγματα; Ο πατέρας του ελληνικού συνταγματικού δικαίου, Νικόλαος Σαρίπολος, απαντούσε: «Εκ της διηνεκούς πάλης του υπό της κοινωνίας συμφέροντος προς συντήρησιν της ελευθερίας από τη μια μεριά και του συμφέροντος των αρχόντων προς αύξησιν και ενίσχυσιν της αυτών εξουσίας». Οι άρχοντες και οι αρχόμενοι, οι ισχυροί και οι αδύναμοι, οι πολλοί και οι λίγοι, με την επικαιρική ορολογία των ημερών, το 99% και το 1%. Όπως παρατηρούσα στη Γενική Εισήγηση της πλειοψηφίας, οι αναγκαίες, κατά το άρθρο 110 του Συντάγματος, συναινέσεις για την αναθεώρηση δεν βασίζονται, συνεπώς, τόσο στη δύναμη των επιχειρημάτων, όσο στην ισορροπία των συμφερόντων, όπως αυτή προκύπτει από τους κοινωνικούς αγώνες. Δεν πείστηκαν οι οπαδοί της πατριαρχίας από νέα επιχειρήματα όσων ήταν υπέρ της ισότητας ανδρών και γυναικών. Δεν έγιναν πιο σοφοί από τον διάλογο. Οι αγώνες του φεμινισμού, αλλά και του εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος, ήταν αυτοί που επέφεραν πρώτα σε επίπεδο κοινωνίας και στη συνέχεια στα συνταγματικά κείμενα την αντίληψη ότι οι ανισότητες αυτές δεν είναι αιώνιες και φυσικές.
Κατά τη θέσπιση, κατά την ερμηνεία και κατά την εφαρμογή του, ο συνταγματικός κανόνας αποτελεί πάντα πεδίο μάχης αντιτιθέμενων ιδεών, αξιών και, σε τελική ανάλυση, κοινωνικών συμφερόντων. Τα κόμματα, ως πολιτικά υποκείμενα των συμφερόντων αυτών, εκφράζουν, προφανώς όχι φωτογραφικά, τις κοινωνικές συγκρούσεις και τις μεταφέρουν στο επίπεδο της θεσμικής πραγματικότητας. Όπως έγινε και στο παρελθόν δύο φορές, το 2001 και το 2008, με τη ματαίωση της αναθεώρησης του άρθρου 16, η τελική μάχη που θα κρίνει το μέλλον της δεν θα δοθεί πρωτίστως στη Βουλή, αλλά στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
Γιώργος Κατρούγκαλος
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου ΔΠΘ, Ανεξάρτητος Εμπειρογνώμονας ΟΗΕ, πρώην Υπουργός
Πηγή: Αναδημοσίευση από το περιοδικό Βουλή. Επί του… περιστυλίου, τχ. 091, 10.3.2025