Η πάροδος, τον Νοέμβριο του 2024, της πενταετίας από την προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση σημαίνει ότι η Βουλή με την παρούσα σύνθεσή της επιτρέπεται (άρθρο 110 παρ. 6 Συντ.) να διαπιστώσει την ανάγκη νέας αναθεώρησης συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων. Έτσι η Βουλή που θα προέλθει από τις επόμενες εκλογές (όποτε κι αν διεξαχθούν) θα μπορεί να αποφασίσει την αλλαγή των διατάξεων αυτών.
Επί της ουσίας θα μπορούσε κανείς να επισημάνει ότι τουλάχιστον δύο συνταγματικές διατάξεις ιδιαίτερης σημασίας φαίνονται ώριμες για αναθεώρηση. Η πρώτη είναι η κατά το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. αρμοδιότητα της κυβέρνησης να επιλέγει ανέλεγκτα την ηγεσία (προέδρους-αντιπροέδρους) των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας. Τούτο συνιστά ρωγμή στην κατοχυρωμένη, σε επίπεδο αρχής (άρθρα 26 και 87 Συντ.) δικαστική ανεξαρτησία και προκαλεί συνεχώς τριβές μεταξύ της (εκάστοτε) κυβέρνησης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία εγκαλούν τις κυβερνήσεις, δίκαια ή άδικα, για φατριαστικές/ευνοιοκρατικές επιλογές. Πιο καθοριστικό ήταν το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις ετήσιες εκθέσεις της για την κατάσταση του κράτους δικαίου στα κράτη-μέλη και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο περί Ελλάδας των ετών 2022 και 2023, επισήμανε ότι θα έπρεπε να δοθεί λόγος (και) στους ίδιους τους δικαστές. Κατόπιν τούτου, με το άρθρο 27 ν.5123/2024 καθιερώθηκε η παροχή (απλής) γνώμης της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, πριν από την έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων με πρόταση του υπουργικού συμβουλίου. Η νομοθετική αυτή μεταρρύθμιση φαίνεται εύλογο να κατοχυρωθεί σε συνταγματικό πια επίπεδο και μάλιστα, θα προσέθετε κανείς, να διευρυνθεί περαιτέρω, με την κατάργηση της πρότασης της κυβέρνησης και την ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας αποκλειστικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς υπουργική προσυπογραφή (με την προσθήκη πρόβλεψης περί αυτού στο άρθρο 35 παρ.2 Συντ.).
Το δεύτερο ζήτημα είναι το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση, με βάση τον συνδυασμό των παρ. 5, 6 και 8 του άρθρου 16 Συντ. Τούτου αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα (σε κανένα άλλο ευρωπαϊκό Σύνταγμα δεν φαίνεται να υπάρχει ανάλογη πρόβλεψη), την οποία ο κοινός νομοθέτης επιχείρησε να άρει κατά αντισυνταγματικό τρόπο, με τα άρθρα 130 έως 155 ν. 5094/2024 περί «νομικών προσώπων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης». Ανεξάρτητα από την τύχη που θα έχει το νομοθέτημα αυτό όταν φθάσει η ώρα να κριθεί η συνταγματικότητα του από τα αρμόδια δικαστήρια, είναι ευκταίο να λυθεί το ζήτημα σε συνταγματικό επίπεδο, με τη θέσπιση πάντως παραμέτρων διασφάλισης του «ανώτατου» χαρακτήρα της μη κρατικής ανώτατης εκπαίδευσης (δηλ. να πρόκειται για πραγματικά Α.Ε.Ι., άξια του ονόματός τους με κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας διδασκόντων και διδασκομένων και όχι για μεταβάπτιση των υφιστάμενων από πολλού χρόνου ΙΕΚ).
Πέρα από τα δύο αυτά ζητήματα αιχμής, χρήσιμη για την αναβάθμιση της ποιότητας της δημοκρατίας στη χώρα μας θα ήταν η περαιτέρω κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των κατά το άρθρο 101Α Συντ. «ανεξάρτητων αρχών». Ιδίως η στελέχωση των πολύπαθων αυτών αρχών θα μπορούσε να ανατεθεί σε όργανο με σταθερή, ρητά καθορισμένη συγκρότηση, και όχι στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία μπορεί να «αναδομηθεί» οποτεδήποτε από μια ευκαιριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία με απλή τροποποίηση του Κανονισμού της.
Σε τελική ανάλυση πάντως το ζητούμενο είναι το κατά πόσο οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες θα είχαν τη διάθεση να αυτοπεριορισθούν ουσιαστικά και δραστικά μέσω συνταγματικών ρυθμίσεων. Αν δεν υπάρχει τέτοια διάθεση, και μάλιστα σε δύο διαδοχικές βουλευτικές περιόδους (προτείνουσα Βουλή και αναθεωρητική Βουλή), τα αναθεωρητικά εγχειρήματα είναι καταδικασμένα να καταλήγουν σε αποτελέσματα διακοσμητικού κυρίως χαρακτήρα, όπως συνέβη το 2008 και το 2019.
Κώστας Χ. Χρυσόγονος
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πηγή: Αναδημοσίευση από το περιοδικό Βουλή. Επί του… περιστυλίου, τχ. 091, 10.3.2025