Εκατό δεκαεννιά χρόνια έπειτα από την κατοχύρωση του πολιτικού δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για το γυναικείο φύλο στη Φιλανδία το 1906, -όπου ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε το σχετικό δικαίωμα-, τα στοιχεία εξακολουθούν να είναι αποκαρδιωτικά, καθώς αποδεικνύουν ότι οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στην πολιτική και τη δημόσια ζωή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και στα εθνικά κοινοβούλια, τις κυβερνήσεις και τις τοπικές συνελεύσεις.
Με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του αν. εκπρόσωπος Τύπου της γερμανικής Καγκελαρίας Sebastian Hille για το έλλειμα εμπιστοσύνης στις γυναίκες- πολιτικούς και για την έλλειψη γυναικών-πολιτικών σε θέσεις αυξημένης ευθύνης στη σύνθεση της νέας κυβέρνησης θα ήταν χρήσιμο να παρουσιαστούν ενδεικτικά πρόσφατα στατιστικά δεδομένα σε σχέση με την έμφυλη εκπροσώπηση στη δημόσια σφαίρα και δη στη γερμανική πολιτική σκηνή.
Από τους συνολικά εξακόσια τριάντα (630) βουλευτές, μόλις οι διακόσιες τέσσερις (204) είναι γυναίκες, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 32,4%[1]. Το ποσοστό αντιστοιχεί σε λιγότερες από μια στις τρεις γυναίκες, με το ακροδεξιό κόμμα AfD να έχει τις λιγότερες γυναίκες- πολιτικούς σε ποσοστό 11,8 %. Ακόμη και στο ίδιο το κυβερνόν κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) η αναλογία ανδρών- γυναικών πολιτικών είναι χαμηλή. Οι συνεχιζόμενες και πολυετείς διακρίσεις στον επαγγελματικό στίβο και δη στις ίσες ευκαιρίες για τις γυναίκες-επαγγελματίες να αναλάβουν θέσεις-ευθύνης σε τομείς, όπως η πολιτική, τα οικονομικά, η έρευνα, τα Μέσα Ενημέρωσης και ο αθλητισμός διαμορφώνουν ένα στατικό περιβάλλον για την υγιή ανέλιξη των γυναικών και την καλλιέργεια του μοντέλου της γυναικείας ηγεσίας (model of female leadership).
Δυστυχώς, ακόμη και η λήψη του μέτρου της ποσόστωσης (quotas), παραδείγματος χάριν στα εκλογικά ψηφοδέλτια, ως μια πρακτική λύση ενίσχυσης της συμμετοχικότητας των γυναικών στη δημόσια σφαίρα δεν δύναται να καρποφορήσει όταν το περιρρέον κλίμα δρα συνειδητά ή ασυνείδητα με ισχυρές στο χρόνο έμφυλες προκαταλήψεις, οι οποίες οδηγούν σε συγκεκριμένη κατανομή ρόλων τόσο σε δημόσιο επίπεδο, όσο και σε ιδιωτικό.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε κάποια ενδιαφέροντα στατιστικά δεδομένα σχετικά με την έμφυλη εκπροσώπηση σε θέσεις- ευθύνης, επισημαίνοντας ότι οι γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποεκπροσωπούνται σε επίπεδο λήψης πολιτικών αποφάσεων, καθώς αποτελούν μόνον το 33% των κυβερνήσεων. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Έμφυλη Ισότητα (EIGE) δημοσιοποίησε ότι για το έτος του 2023 μόνον το 23% στα είκοσι επτά (27) κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικεφαλής κυβερνήσεων ήταν γυναίκες. Τα τοπικά και τα δημοτικά συμβούλια παρουσιάζουν επίσης έλλειψη γυναικών εκπροσώπων, με τον μέσο όρο της ΕΕ να ισούται με 34,1 % των γυναικών. Ενώ η Γαλλία και η Ισπανία έχουν πάνω από 40 % γυναίκες στα τοπικά και δημοτικά συμβούλια, η Ρουμανία, η Κύπρος και η Ελλάδα υπολείπονται με ποσοστό γυναικών κάτω του 20 %.
Η παγιοποίηση της υποεκπροσώπησης των γυναικών σε θέσεις- ευθύνης αποτελεί δυστυχώς έναν υπαρκτό κίνδυνο που καλείται να αντιμετωπίσει τόσο σε συλλογικό επίπεδο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο σε εθνικό επίπεδο κάθε κράτος-μέλος μεμονωμένα. Παρά την ύπαρξη στρατηγικού σχεδίου δράσης και της λήψης ενισχυτικών μέτρων προς την κατεύθυνση της ίσης εκπροσώπησης των φύλων, η προσδοκώμενη εξέλιξη θα έρθει από την εστίαση στην αλλαγή καθημερινών αντιλήψεων, στην ανάληψη ευκαιριών από τις γυναίκες-επαγγελματίες, από τον ίσο καταμερισμό εργασιών στον ιδιωτικό βίο, κοινώς απαιτείται παράλληλα με την επίτευξη των μεγάλων γενικευμένων στόχων, αναγκαία επεξεργασία από τα κάτω προς τα πάνω (bottom up approach).
Ακριβώς, γι’ αυτό το λόγο κρίνεται απαραίτητη η διεπιστημονική διαχείριση ενός τόσου κρίσιμου ζητήματος. Συγκεκριμένα, η συνέργια διαφορετικών επιστημονικών κλάδων συμβάλλει στην κατανόηση των πολύπλοκων αιτιών και την ανάπτυξη ολιστικών και αποτελεσματικών λύσεων. Μέσα από κοινωνικές παρεμβάσεις, όπως η εκπαίδευση και η ενημέρωση μπορούν να αλλάξουν οι κοινωνικές αντιλήψεις και να προωθηθεί η ουσιαστική ισότητα των φύλων. Η διεπιστημονική συνεργασία μπορεί να υλοποιηθεί μέσα από διατομεακά προγράμματα, ερευνητικά έργα και δημόσιες πολιτικές που ενσωματώνουν γνώσεις από διαφορετικούς κλάδους. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένα περιβάλλον όπου οι γυναίκες έχουν ίσες ευκαιρίες να συμμετέχουν ενεργά και να ηγούνται, συμβάλλοντας έτσι σε μια πιο δίκαιη και ισότιμη κοινωνία.
Ειρήνη Π. Περπερίδου
[1] Βλ. Αναλυτικά Γιώργος Πασσάς, «Κυβέρνηση Μερτς: Οι γυναίκες λάμπουν διά της απουσίας τους – DW – 29/05/2025», Deutsche Welle, 29/05/2025.
