Η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν πρέπει να έχει εμβαλωματικό χαρακτήρα, αλλά αρχή και ευρύχωρη στόχευση: ένα ορθολογικό κράτος που τιθασεύει τα αυταρχικά ένστικτα και επενδύει στην ήπια ισχύ. Και μία ανοιχτή και συμπεριληπτική κοινωνία. Θέτουμε στο διάλογο τις ακόλουθες σκέψεις:
Κοινοβούλιο
Στη λειτουργία του Κοινοβουλίου, βασική μέριμνα δέον να είναι η ενίσχυση της διαφάνειας, του εξορθολογισμού, και της δομημένης και αποτελεσματικής αντιπαράθεσης –δίχως όμως κωλυσιεργία και αυτοπαγίδευση. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να τεθεί υποχρεωτική προθεσμία για τη δεύτερη ανάγνωση των νομοσχεδίων και να οριστεί ότι νόμοι που ψηφίζονται με κατεπείγουσα διαδικασία έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ, ώστε να επανεξετάζονται υπό ώριμες συνθήκες. Ειδική ρύθμιση πρέπει να γίνει για τις εκπρόθεσμες τροπολογίες, διότι συνιστούν μορφή νομοθέτησης χειρότερη της κατεπείγουσας διαδικασίας. Μπορεί να οριστεί ότι, με ποινή ακυρότητας, δεν εισάγεται προς ψήφιση τροπολογία δίχως προηγούμενη επεξεργασία από διαρκή επιτροπή. Χρήσιμη είναι η ενημέρωση της Βουλής ήδη στο στάδιο δημόσιας διαβούλευσης νομοσχεδίων, καθώς και η αυξημένη εμπλοκή της στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως προς τις εξεταστικές επιτροπές, το προεδρείο να είναι διακομματικό και να αναγνωρίζονται διαδικαστικά δικαιώματα στην μειοψηφία. Τέλος, να κατοχυρωθεί συνταγματικά το διακομματικό προεδρείο της Βουλής, με εγγυήσεις συναινετικής οργάνωσης της διαδικασίας.
Στην ίδια κατεύθυνση, πρέπει να καταργηθεί η δυνατότητα πρόωρης λήξης της βουλευτικής συνόδου. Η σύνοδος να διαρκεί όλο το έτος και η Βουλή να αποφασίζει για σύντομες διακοπές των εργασιών (θέρος, εορτές), με την επιφύλαξη έκτακτης συνόδου για κρίσιμο λόγο (με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης). Το ζήτημα είναι σημαντικό διότι εκτός συνόδου δεν μπορούν να ασκηθούν σημαντικές λειτουργίες (όπως πρόταση δυσπιστίας και πρόταση δίωξης κατά υπουργών). Δεν συνηγορούμε σε κατάργηση της δυνατότητας διάλυσης της Βουλής (δηλαδή πρόωρης λήξης της περιόδου). Αυτό επιχειρήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και απέτυχε, εγκλωβίζοντας το πολιτικό σύστημα σε ένα διασπασμένο Κοινοβούλιο που δεν ήθελε να διαλυθεί. Αν θέλουμε σταθερούς εκλογικούς κύκλους, μπορούμε να ενισχύσουμε την προεδρική διάλυση (δηλαδή με ευθύνη του Προέδρου, και όχι της Κυβέρνησης), ή να ορίσουμε ότι, σε περίπτωση διάλυσης, τις εκλογές διεξάγει υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Ως προς τον Πρόεδρο, σκόπιμο είναι να επανεξετάσουμε μηχανισμούς συναινετικής εκλογής (π.χ. παράταση της θητείας του απερχόμενου Προέδρου ενόσω δεν επιτυγχάνεται συναίνεση). Ως προς την μονή θητεία, υπάρχουν επιχειρήματα ένθεν κακείθεν. Ο Πρόεδρος θα αισθάνεται πιο ανεξάρτητος. Όμως, δεν θα υπόκειται σε αξιολόγηση και, επιπλέον, το πολιτικό σύστημα θα τον αντιμετωπίζει ως αναλώσιμο.
Εφόσον καταστεί συναινετική η διαδικασία εκλογής, να αναζητήσουμε ήπια ενίσχυση του ρόλου. Για παράδειγμα, να έχει τη δυνατότητα ο Πρόεδρος, με το λόγο του ή τη σύγκληση συμβουλίου αρχηγών, να συγκρατεί διχαστικές τάσεις του πολιτικού συστήματος και να ενθαρρύνει την πολιτική συνδιαλλαγή.
Σχέση πολιτικού συστήματος-Δικαιοσύνης
Η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος θα ενισχυθεί με την τροποποίηση του άρθρου 86Σ για την ποινική ευθύνη υπουργών. Δεν συνηγορούμε υπέρ της κατάργησης, διότι θα ενθαρρύνεται η ευθυνοφοβία. Μία λύση είναι η δίωξη να ασκείται από μικτό όργανο (ανώτατων δικαστών και κοινοβουλευτικών), όπως στη Γαλλία. Άλλη, διστακτικότερη λύση θα ήταν, αν διατηρηθεί η εξουσία δίωξης της Βουλής, να γίνεται η επεξεργασία των δικογραφιών και η διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης από δικαστικούς λειτουργούς.
Παραλλήλως, είναι επιτακτική η αλλαγή στον τρόπο επιλογής της λεγόμενης ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Μία λύση είναι η επιλογή των Προέδρων από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία 2/3 (δίχως να συναριθμείται το παρών). Αν δεν επιτυγχάνεται, η άσκηση καθηκόντων από τους αρχαιότερους δικαστές. Δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας
Δεν πρέπει να καταργηθεί ο παρεμπίπτων έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, καθώς μεγάλες αδικίες εμφανίζονται στη ζωή ενός νομοθετήματος και αναδεικνύονται από όσους αδικούνται. Θα μπορούσε όμως να εισαχθεί σύστημα προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας για ορισμένα ζητήματα που απαιτούν εκ των προτέρων καθαρούς κανόνες (π.χ. εκλογική νομοθεσία ή ορισμένα ζητήματα κοινοβουλευτικής διαδικασίας). Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή αριθμός βουλευτών να μπορούν να ασκούν προσφυγή συνταγματικότητας πριν την έκδοση, ή έστω εντός προθεσμίας από τη δημοσίευση του νόμου.
Στην ίδια κατεύθυνση μπορεί να επανεξεταστεί το πρόσφορο του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ως εκλογοδικείου και ως δικαστηρίου ελέγχου συνταγματικότητας. Η κυμαινόμενη σύνθεση, οι συνεχείς καθυστερήσεις λόγω της μικρής θητείας ή της αφυπηρέτησης των προέδρων, και το γεγονός ότι στις εκλογικές ενστάσεις ο Άρειος Πάγος έχει την ευθύνη της ανακήρυξης, μάλλον συνηγορούν στην ανάθεση των οικείων αρμοδιοτήτων στο Συμβούλιο της Επικρατείας (με τη συμμετοχή, όπου προσήκει, καθηγητών της Νομικής).
Δικαιώματα
Παρά το ότι το Σύνταγμά μας έχει πολλές αρετές, σε σημεία του είναι συντηρητικό, δέσμιο του ορίζοντα της εποχής σύνταξής του. Ενώ το αμερικανικό σύνταγμα περιέχει μία πρόταση για την ελευθερία της έκφρασης, το δικό μας αφιερώνει ένα από τα εκτενέστερα άρθρα, με πλήθος περιορισμών. Προβληματικό είναι το άρθρο 106 παρ. 1, το οποίο κατοχυρώνει ένα οικονομικό σύστημα που υποθάλπει την κρατική πατρωνία. Είναι αναγκαία η αναστροφή αυτής της λογικής και η θέσπιση υποχρέωσης του κράτους να ενθαρρύνει την καινοτομία και να διασφαλίζει σταθερό και υποστηρικτικό ρυθμιστικό καθεστώς. Όπως όμως οι οικονομικοί θεσμοί πρέπει να είναι ανοιχτοί, το ίδιο ισχύει για την κοινωνία και τη δημοκρατία. Η ρητή κατοχύρωση της επιστολικής ψήφου (με δέουσες εγγυήσεις –διαφάνεια και εποπτεία της Δικαιοσύνης) και η καθολική απαγόρευση των αθέμιτων διακρίσεων στους αστικούς θεσμούς θα συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Τέλος, μπορεί ρητά να οριστεί ότι το Σύνταγμα ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Προϋπόθεση για ευρύχωρη αναθεώρηση είναι η συναίνεση στο περιεχόμενο. Μία απόφαση με 180 ψήφους στην πρώτη Βουλή, δίδει λευκή επιταγή στην πλειοψηφία της επόμενης Βουλής, πρακτικώς στον επόμενο Πρωθυπουργό ή, αν τυχόν συντρέξει περίπτωση, στους κυβερνητικούς εταίρους. Επομένως, δέον να εξασφαλιστεί ότι η αναθεωρητική Βουλή θα ενεργήσει με αυξημένη πλειοψηφία, καθώς και ότι αυτό θα εγγραφεί για το μέλλον στο άρθρο 110.
Νίκος Παπασπύρου
Αναπληρωτής καθηγητής συνταγματικού δικαίου, Νομική ΕΚΠΑ
Πηγή: Αναδημοσίευση από το περιοδικό Βουλή. Επί του… περιστυλίου, τχ. 091, 10.3.2025